Γράφει: Τάσος Παππάς
Τα τελευταία χρόνια ο συνδικαλισμός στην
Ελλάδα δέχεται σκληρή κριτική από κόμματα, Μέσα Ενημέρωσης, καθώς και
από ένα τμήμα της κοινωνίας. Η πρακτική ορισμένων συνδικάτων και ....
συνδικαλιστών, κυρίως του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα,
έχει προκαλέσει αντιδράσεις. Απεργίες για ψύλλου πήδημα,
συμπεριφορές προκλητικές, καταλήψεις δημόσιων χώρων για επίδειξη
δύναμης, μαξιμαλισμοί στους στόχους, πλειοδοσίες εκ του
ασφαλούς, τελετουργικού χαρακτήρα κινητοποιήσεις για την τιμή των όπλων,
πορείες ολιγάριθμων ομάδων που ταλαιπωρούν χιλιάδες πολίτες , ανοίκειες
στάσεις ηγετικών παραγόντων του συνδικαλιστικού κινήματος, διάχυση
λογικών συνδιοίκησης, είναι μερικές από τις κατηγορίες.
Ωστόσο, παρακολουθώντας τη δημόσια συζήτηση έχεις την αίσθηση ότι
πολλοί από τους «εισαγγελείς» δεν ασκούν κριτική επειδή νοιάζονται για
την αποκατάσταση της τραυματισμένης σχέσης ανάμεσα στους εργαζόμενους
και τα συνδικάτα, ούτε γιατί έχουν θορυβηθεί από το χαμηλό βαθμό
συνδικαλιστικής πύκνωσης που υπάρχει στον ιδιωτικό τομέα [15%, το
χαμηλότερο στην Ευρώπη]. Με την ισοπεδωτική ρητορική που χρησιμοποιούν,
τη στοχοποίηση προσώπων που κάνουν και το αγοραίο ύφος τους, δίνουν
την εντύπωση ότι αυτό που επιθυμούν είναι η αποδόμηση του
συνδικαλιστικού κινήματος, η υποταγή των συνδικάτων και η απίσχνανση της
επιρροής τους. Φαίνεται να πιστεύουν ότι ο διεκδικητικός
συνδικαλισμός σε συνθήκες κρίσης είναι μια περιττή πολυτέλεια και
συνιστά κίνδυνο για την οικονομία.
Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό. Προσφάτως, ο πολύς Μάριο Μόντι
χρέωσε την κρίση που μαστίζει την Ιταλία στη λογική του Κοινωνικού
Συμβολαίου που εφαρμόστηκε από τον πόλεμο και μετά στη χώρα του και στη
Δυτική Ευρώπη. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Μόντι και των ομοτράπεζων
του, η περίοδος της «χρυσής 35ετίας» [1945-1980], κατά την οποία
βελτιώθηκε η θέση των εργαζομένων, οικοδομήθηκε το κράτος πρόνοιας,
αναπτύχθηκαν θεσμοί προστασίας των αδύναμων και οι κοινωνικές ανισότητες
ήταν σε ανεκτό επίπεδο, ήταν μια κακή περίοδος.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν με απαξιωμένα ή ψοφοδεή
συνδικάτα, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, τη
ζωώδη απληστία των κυρίαρχων ελίτ, τους «κλεφταράδες της υφηλίου»
[έτσι περιέγραψε τις αγορές ο πρόεδρος της κυπριακής Δημοκρατίας Δ.
Χριστόφιας]. Εφόσον η απάντηση είναι αρνητική, τότε οφείλουμε να
αναμετρηθούμε με ένα άλλο ερώτημα κομβικής σημασίας: «τι είδους
συνδικάτα έχουν ανάγκη οι σύγχρονες κοινωνίες;». Σίγουρα δεν
χρειαζόμαστε συνδικάτα- υπασπιστές της εργοδοσίας [εργοδοτικός
συνδικαλισμός]. Ούτε συνδικάτα- φερέφωνα των κυβερνήσεων [κυβερνητικός
συνδικαλισμός]. Ούτε όμως και συνδικάτα – ιμάντες μεταβίβασης της
κομματικής γραμμής [κομματικός συνδικαλισμός].
Χρειαζόμαστε συνδικάτα ακηδεμόνευτα, ενωτικά, μαζικά, μαχητικά, που
δεν θα υιοθετούν πρακτικές που διχάζουν την κοινωνία, δεν θα
καλλιεργούν λογικές αποκλεισμών, δεν θα εκμεταλλεύονται τη νευραλγική
θέση τους στην παραγωγή για να εξασφαλίζουν πλεονεκτήματα εις βάρος
άλλων εργαζομένων, θα επιλέγουν μορφές πάλης που βρίσκονται σε
αντιστοιχία με το επίπεδο συνειδητότητας των μελών τους, θα ασχολούνται
με τα προβλήματα των ανέργων, θα στήνουν δίκτυα αλληλεγγύης και θα
συγκροτούν συμμαχίες ώστε να μην επιτρέπουν στην εξουσία να θέτει σε
κίνηση τους μηχανισμούς κοινωνικού αυτοματισμού.
Υ.Γ: «Το δικαίωμα στην εργασία είναι ιερό», είπε η κυβέρνηση
για να δικαιολογήσει την επέμβαση των ΜΑΤ στη Χαλυβουργία. Το ίδιο,
όμως, λένε και οι άνεργοι [1.200.000]. Γι αυτούς έχει κάτι να πει η
κυβέρνηση;
Πηγή: aixmi.gr