Άραγε όταν ράψω το στόμα μου θα με ακούσει κανείς; Όταν θα μπήγω την βελόνα με υπομονή από το ένα κομμάτι δέρματος στο άλλο, θα αποκτήσω το δικαίωμα στην προπληρωμένη δημόσια υγεία; Θα έρθει αντιπροσωπία πολιτικών προσώπων όταν θα λούζομαι με βενζίνη απειλώντας ότι θα αυτοπυρποληθώ για τα προπληρωμένα ένσημα μου που έχουν γίνει μάρκες για τον τζόγο των... πολιτικών προσώπων; Θα ξημεροβραδιάζονται κάμερες και ιλουστρασιόν δημοσιογράφοι έξω από το υπό κατάληψη σπίτι μου που θα το ζώσω με δυναμίτες εξαϋλώνοντάς το κι αυτό μαζί με μένα όταν στέγη δεν θα έχω να καλυφθώ εξαιτίας του πλειστηριασμού προπληρωμένων με ιδρώτα τραπεζών; Φυσικά και όχι. Γιατί εγώ έχω παίξει ως πιόνι στο παιχνίδι τους και πλέον η οποιαδήποτε κίνηση εντυπωσιασμού ή ακόμα και απόγνωσης δεν θα έχει καμία σημασία για κανέναν.
Πιόνια νέας κοπής μπήκαν στο παιχνίδι που με ένα απλό σύνθημα της νίκης στο χέρι μπαίνουν ως πρωτοσέλιδα στον εγχώριο στρατευμένο Τύπο. Στα ίδια πρωτοσέλιδα που δεν χωράει η κάθε σακατεμένη γριά με το αριθμημένο χαρτάκι του ΙΚΑ, ο κάθε απαγχονισμένος πρώην νοικοκύρης επαγγελματίας, η κάθε Αμαλία με το ακρωτηριασμένο κορμί από λάθος προπληρωμένων γιατρών, ο κάθε υποψήφιος απολυμένος που πρέπει να ανακοινώσει στο παιδί του ότι αυτά που υποσχόταν αναιρούνται, ο κάθε Εσύ που κόβεις τις μέρες της ζωής σου για να φθάσεις το τέλος του μήνα.
Το τραγικό σ' αυτή την χώρα δεν είναι ότι τα χάσαμε όλα, ότι κρεμάσαμε τα όνειρα μας στην αποθήκη, ότι ποτέ πια δεν θα νιώσουμε περήφανοι για αυτό που μας έκαναν με το ζόρι να νιώσουμε από παιδιά, αλλά ότι ούτε η απόγνωσή μας δεν πουλάει πια. Ακόμα και αν ράψουμε το στόμα μας, ακόμα και αν λουστούμε με βενζίνη, ακόμα και αν κάνουμε απεργία πείνας μέχρι θανάτου, ακόμα και αν κάνουμε κατάληψη στο νομίμως δικό μας άσυλο, θα είμαστε αόρατοι. Είναι σκληρό τώρα που τα βλέπουμε όλα ξεκάθαρα μπροστά μας κανείς, μα κανείς, να μην μας βλέπει.