Σειρά ευθυνών για πράξεις και παραλήψεις στελεχών του ΤΑΠ-ΟΤΕ που διαδραμάτισαν ουσιαστικό ρόλο στην αγορά του δομημένου Ομολόγου ύψους 25 εκατ. ευρώ... που αγοράστηκε το 2006 και σήμερα χάνει πάνω από 65% της αξίας του, όσο και στελεχών της τότε διοίκησης, επιρρίπτει το πόρισμα του Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης Λέανδρου Ρακιντζή. Το επίμαχο πόρισμα έχει λάβει η σημερινή διοίκηση του ενοποιημένου πλέον ΤΑΥΤΕΚΩ (Ταμείο ΔΕΚΟ-Τραπεζών) από τις 6 Απριλίου 2011 και δεν έχει κάνει καμία ενέργεια ως προς το σκέλος άσκησης δίωξης στα άτομα που φέρονται να εμπλέκονται στην υπόθεση «παραπλάνησης» των τότε μελών του ΔΣ, που οδήγησε «εσφαλμένα» στην αγορά του επίμαχου ομολόγου.
Το γεγονός αυτό έχει ανησυχήσει στελέχη του Ταμείου, τα οποία εκφράζουν φόβους το σκάνδαλο να οδηγηθεί στις καλένδες, καθώς η διοίκηση του ΤΑΥΤΕΚΩ δεν έχει προχωρήσει σε καμία ενέργεια.
Μάλιστα ο πρόεδρος του Ταμείου (ΤΑΥΤΕΚΩ) Χρήστος Μπουρσανίδης, σε σχετικό αίτημα στελεχών του ΔΣ του ταμείου, τα οποία αναμένεται να ενημερώσουν και τον νέο υπουργό Εργασίας Γιώργο Κουτρουμάνη, να συζητηθεί το πόρισμα και να ληφθούν αποφάσεις, όπως η ανάθεσή του σε εισαγγελέα, ήταν θετικός. Ωστόσο, δυο μήνες μετά «ποιεί την νησαν», παρά το γεγονός ότι από το συγκεκριμένο ομόλογο το ταμείο χάνει σήμερα πάνω από 16 εκατομμύρια ευρώ.
Η υπόθεση της αγοράς του δομημένου ομολόγου από το ΤΑΠ-ΟΤΕ, (προβληματικό ταμείο που ασφαλίζει τους εργαζόμενους σε ΟΤΕ-ΟΣΕ και ΕΛΤΑ), δεν διερευνήθηκε όσο έπρεπε από τις καθ' ύλην αρμόδιες αρχές, δηλαδή την Τράπεζα της Ελλάδος, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και τη Δικαιοσύνη, που ασχολήθηκαν δήθεν σε βάθος με τις υποθέσεις των ομολόγων και ως εκ τούτου ξέφυγε και από την εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή της Βουλής, που ερεύνησε το ίδιο σκάνδαλο για τυχόν πολιτικές ευθύνες.
Σύμφωνα με το πόρισμα του κ. Ρακιντζή το οποίο αναζητά διοικητικές ευθύνες, το χρονικό της υπόθεσης έχει ως εξής:
1 Η γερμανική τράπεζα Deutsche Bank έστειλε φαξ στις 15/5/2006 στην αγγλική γλώσσα με τα χαρακτηριστικά του ομολόγου για ενημέρωση και πιθανό ενδιαφέρον του ταμείου.
Το διοικητικό συμβούλιο του ταμείου κατά τη συνεδρίαση της 15/6/2006 αποφάσισε ομόφωνα, με τη σύμφωνη γνώμη του κρατικού εκπρόσωπου, την αγορά του ομολόγου ονομαστικής τιμής 25 εκατ. ευρώ στην τιμή των 99,6 μονάδων βάσης.
Την επόμενη ημέρα (16/6/ 2006) στάλθηκε εγγράφως από το ταμείο η επιβεβαίωση για άνοιγμα λογαριασμών μεταξύ μιας εταιρείας με το όνομα ICG GREECE και της Cyprus Deutsche Bank AG, στο Λονδίνο εκ μέρους του ΤΑΠ-ΟΤΕ. Το ταμείο ζήτησε από την Τράπεζα της Ελλάδος να μεταφερθεί στον λογαριασμό του θεματοφύλακα (Eurobank), που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος, το ποσό των 24.962.500 ευρώ.
Συμπερασματικά η έρευνα του κ. Ρακιντζή, εντοπίζει ότι η διοίκηση του ταμείου γνώριζε και απέκρυψε από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου το φαξ της Deutsche Bank, καθώς και τα ακριβή χαρακτηριστικά του ομολόγου που επρόκειτο να αγοράσει. Ανέφερε μόνο ότι πρόκειται για ΟΕΔ. Η γραπτή εισήγηση για την αγορά του ομολόγου, που έγινε από τον προϊστάμενο της διεύθυνσης οικονομικού Γ.Κ. δεν ήταν πλήρης και επαρκώς αιτιολογημένη, σύμφωνα με το πόρισμα, διότι δεν ανέφερε:
1. Οτι είχε προηγηθεί φαξ από την Deutsche Bank με τα χαρακτηριστικά του ομολόγου, βάσει του οποίου έγιναν οι εισηγήσεις.
2. Οτι το ομόλογο εκδόθηκε από την Deutsche Bank για λογαριασμό του ελληνικού Δημοσίου.
3. Οτι ήταν υπό διαπραγμάτευση στο εξωτερικό και όχι υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος μέσω της ΗΔΑΤ (Ηλεκτρονική Δευτερογενής Αγορά Τίτλων), όπως όλα τα ομόλογα ελληνικού Δημοσίου που αγοράζονταν μέχρι τότε από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, κάτι που προβλεπόταν από τους κανόνες επενδυτικής συμπεριφοράς.
4. Η εισήγηση δεν έδινε επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το ταμείο είχε τη δυνατότητα να δεσμεύσει το ποσό των 25 εκατ. ευρώ για 15 χρόνια, δεδομένου ότι ήταν ελλειμματικό επί σειρά ετών.
5. Η άποψη της υπηρεσίας δεν είναι αιτιολογημένη, έχει καθησυχαστικό χαρακτήρα και είναι τελικά παραπλανητική, διότι αν ένα προϊόν δεν είναι συμφέρον για τον κάτοχό του και επιθυμεί να το πουλήσει, δεν είναι σίγουρο πως θα το πουλήσει στην πιο συμφέρουσα τιμή.
6. Παρ' ότι υπήρχε επενδυτική επιτροπή, η οποία συνεδρίασε στις 18/5/2006 (δηλαδή τρεις ημέρες αργότερα από τις 15/5/2006, οπότε και εστάλη το φαξ της Deutsche Bank), για να αποφασίσει την αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων, δεν συγκροτήθηκε για να εξετάσει και να αξιολογήσει τις προτάσεις της Deutsche Bank, παρ' όλο που επρόκειτο για επένδυση πολύ μεγαλύτερη από αυτή των αμοιβαίων κεφαλαίων.
7. Οι συνεδριάσεις του ΔΣ πάσχουν από ακυρότητα, γιατί ο πρόεδρος του ταμείου (Ι. Κουφόπουλος) είχε παραιτηθεί από τις 24 Φεβρουαρίου 2006. Έτσι, το διοικητικό συμβούλιο δεν είχε δικαίωμα να συνεδριάζει νομίμως και μάλιστα να λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις.
Να σημειωθεί ότι στο κείμενο της απόφασης εμπεριέχεται και αναφορά του επόμενου προέδρου του Ταμείου κ. Καράογλου, ο οποίος σημειώνει ότι δεν βρέθηκαν τα παραστατικά της αγοράς του ομολόγου, ούτε οι όροι της σύμβασης της αγοράς του ομολόγου ούτε η αλληλογραφία με την τράπεζα! Ο ίδιος ζήτησε από το διοικητικό συμβούλιο να εξετάσει τη δυνατότητα επαναδιαπραγμάτευσης του ομολόγου.