«Ο δικομματισμός φεύγει. Η αριστερά έρχεται;» Με τον τίτλο αυτό η «Αυγή της Κυριακής» (31-7-2011) επιχειρούσε να ερμηνεύσει τα ευρήματα των...
τελευταίων δημοσκοπήσεων. Βεβαιότητα στο πρώτο σκέλος του τίτλου, ερωτηματικό στο δεύτερο. Πράγματι, από τις μετρήσεις προκύπτει ότι τα δύο κόμματα εξουσίας βρίσκονται στο πιο χαμηλό σημείο της ιστορικής διαδρομής τους. Μετά βίας αγγίζουν μαζί το 60%.Κι άλλες φορές ο δικομματισμός είχε πέσει χαμηλά (όχι τόσο πολύ, ωστόσο ήταν σε μεγάλη απόσταση από τις επιδόσεις του την εποχή της παντοδυναμίας του), αλλά ανέκαμψε και επέστρεψε δριμύτερος. Ποιοι είναι οι παράγοντες που στην παρούσα φάση επιτρέπουν στους αντιπάλους του να ελπίζουν ότι κάτι έχει αλλάξει και πως δύσκολα θα καταφέρει να ξανακερδίσει τουλάχιστον την ανοχή υπολογίσιμων μερίδων της κοινωνίας.
Ο πρώτος είναι το εκκωφαντικό έλλειμμα ηγεσίας. Ούτε ο Γ. Παπανδρέου ούτε ο Α. Σαμαράς πείθουν ότι διαθέτουν το κύρος και το εκτόπισμα να συμμαζέψουν τα κόμματά τους που μοιάζουν με αδειανά πουκάμισα και να εμπνεύσουν την κοινωνία. Ο δεύτερος είναι ότι και οι δύο σχηματισμοί έχουν δοκιμαστεί στη διαχείριση της εξουσίας αρκετές φορές και έχουν εξαντλήσει τα περιθώρια χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Ελάχιστοι είναι αυτοί που περιμένουν μια ευχάριστη έκπληξη από το ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ.
Ο τρίτος λόγος είναι ότι δεν αντέχει πια το κεντρικό επιχείρημα του δικομματισμού, ότι δηλαδή μόνο οι μονοκομματικές και αυτοδύναμες κυβερνήσεις μπορούν να προσφέρουν πολιτική σταθερότητα και είναι σε θέση να αντισταθούν στις πιέσεις των οργανωμένων συμφερόντων. Δεν χρειάζεται να καταβάλει κανείς προσπάθεια προκειμένου να αποδείξει ότι η ίδια η ζωή έχει εξουδετερώσει το βαρύ πυροβολικό του δικομματισμού.
Ο τέταρτος λόγος είναι ότι κανένα από τα κόμματα εξουσίας δεν έχει να παρουσιάσει μια ελκυστική εναλλακτική λύση έστω και στο ρητορικό επίπεδο. Αμηχανία, προγραμματική γύμνια, στερεότυπα, μεγαλόστομες τιποτολογίες, γραβατωμένα επιχειρήματα, βαρύγδουπο δήθεν εικονοκλαστικό ύφος. Ο πέμπτος λόγος είναι ότι οι πελατειακοί μηχανισμοί που στο παρελθόν λειτουργούσαν εκμαυλιστικά, εξαγοράζοντας συνειδήσεις και στήνοντας δίκτυα αμοιβαίων εξαρτήσεων, σήμερα είναι «ξεδοντιασμένοι» και στοχοποιημένοι ακόμη και απ' αυτούς που ευνοήθηκαν ποικιλοτρόπως.
Ο έκτος και σοβαρότερος λόγος έχει να κάνει με τις ευθύνες του δικομματισμού για το χάλι της οικονομίας. Για τους περισσότερους πολίτες έχει μικρή σημασία ποιος από τους δύο φορείς του δικομματισμού ευθύνεται περισσότερο για την κατάρρευση της χώρας. Το παλιό σύνθημα της αριστεράς «τι Παπάγος, τι Πλαστήρας», το οποίο την περίοδο που εκφωνήθηκε ήταν ισοπεδωτικό και άδικο, σήμερα αποτυπώνει με ανατριχιαστική ακρίβεια την πραγματικότητα.
Αν τα παραπάνω έχουν βάση προκύπτει το ερώτημα «η αριστερά που αποτελεί σε βάθος χρόνου το συνεπέστερο αντίπαλο δέος στο δικομματισμό, έχει τις δυνατότητες να καλύψει το κενό;». Οφείλουμε εξαρχής να σημειώσουμε ότι όταν μιλάμε για αριστερά δεν πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε ως ενιαίο σχήμα. Κάθε άλλο μάλιστα. Για παράδειγμα, το ΚΚΕ αυτοεξαιρείται. Η Αλέκα Παπαρήγα έχει πει ότι «εμείς δεν είμαστε αριστερά, είμαστε κομμουνιστές».
Επιπροσθέτως, οι διαφορετικές προσεγγίσεις των δυνάμεων που συγκροτούν τον αστερισμό της αριστεράς σε ζητήματα στρατηγικής αντί να παρακαμφθούν για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ώστε να ξεκινήσει ένας δημιουργικός διάλογος και να προετοιμαστεί το κλίμα προκειμένου να καταστεί εφικτός ο στόχος της «συνεργασίας μέσα από τη διαφορετικότητα», ανάγονται σε θεμελιώδους σημασίας αντιθέσεις, με συνέπεια την αγκύρωση σε αυτοχειριαστικές λογικές «ιδεολογικής καθαρότητας».
Η τελευταία πρόταση του Α. Τσίπρα για τη συγκρότηση εκλογικού μετώπου με αντιμνημονιακό περιεχόμενο συνάντησε την άρνηση του ΚΚΕ (αναμενόμενη), ενώ με επιφυλάξεις την αντιμετώπισαν και ορισμένες μικρότερες δυνάμεις, προφανώς γιατί φοβούνται ότι καραδοκεί ο κίνδυνος της απορρόφησής τους. Ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε αυταπάτες για το ΚΚΕ. Φαίνεται ότι η επιδίωξή του είναι να δελεάσει τις πλατιές μάζες των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που αποστασιοποιούνται και ριζοσπαστικοποιούνται εξαιτίας της πολιτικής που προωθείται. Το μεγαλύτερο κομμάτι τους επιλέγει στάση αναμονής. Αυτό το τμήμα του εκλογικού σώματος έχει μεν αριστερές καταβολές, έχει όμως και δύο «κουσούρια»: είναι εθισμένο σε πλειοψηφικές λογικές και απαιτεί κυβερνητική προοπτική. Για την ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ και οι υπόλοιποι σχηματισμοί της αριστεράς δεν δείχνουν έτοιμοι (ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά) να ανταποκριθούν, αν φυσικά δεχθούμε ότι θέλουν πραγματικά να ξεφύγουν από την κατάσταση της διαμαρτυρίας και της ανέξοδης καταγγελίας και να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο.
*Άρθρο του Τάσου Παππά για την εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", Κυριακή 7 Αυγούστου 2011.
Πηγή: http://www.tvxs.gr/ *Άρθρο του Τάσου Παππά για την εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", Κυριακή 7 Αυγούστου 2011.