Κατά 25% έχουν αυξηθεί οι άστεγοι από την αρχή του χρόνου, ενώ παράλληλα έχει ήδη κάνει την εμφάνισή της η νεά...
γενιά αστέγων, αυτή των ανθρώπων που μέχρι πριν από λίγο καιρό είχαν επαρκές βιωτικό επίπεδο. Τα στοιχεία που διατηρεί η υπεύθυνη της οργάνωσης «Κλίμακα», ανέφεραν ότι μέχρι το τέλος του 2010 οι άστεγοι στην Αθήνα υπολογίζονταν στις 20.000.
Στο κέντρο αστέγων της οργάνωσης φιλοξενούνται δέκα άστεγοι. Δύο φορές την εβδομάδα γίνεται διανομή φαγητού. Η Αντα Αλαμάνου, υπεύθυνη του ξενώνα, εξηγεί ότι είναι εντελώς διαφορετικοί από τους άστεγους που βλέπαμε μέχρι σήμερα στην Αθήνα: Δεν παρουσιάζουν ψυχικές διαταραχές ούτε εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες και αλκοόλ. Οι περισσότεροι μάλιστα είχαν μέχρι χθες ένα επαρκές βιωτικό επίπεδο.
Στην κρίσιμη ηλικία των 40, 50, 55 έμειναν χωρίς δουλειά και χωρίς σπίτι. Ζουν έξω, κοιμούνται στα παγκάκια και σιτίζονται από ιδρύματα. Ζουν τον εφιάλτη της ανεργίας, που επέφερε η οικονομική κρίση, και αντιμετωπίζουν τους κινδύνους που κρύβει η νύχτα. Ντρέπονται για τη νέα τους «θέση» στην κοινωνία, αλλά δεν το βάζουν κάτω. Είναι οι νεοάστεγοι, αν ο όρος δεν προκαλεί, και μιλούν στην «Ε».
«Δεν προσλαμβάνουν πενηντάρη»
«Πέντε μήνες κοιμόμουν στο υπόγειο ενός καφενείου στον Πειραιά, ψάχνοντας καθημερινά για δουλειά στα καράβια. Η προσπάθεια να ορθοποδίσω με γλίτωσε από την αυτοκτονία».
Ο Σωτήρης ήταν ναυτικός. Τώρα που έκλεισε τα πενήντα είναι άνεργος και άστεγος. Τις νύχτες μάζευε απ' τα σκουπίδια και τους δρόμους μπουκάλια και τενεκεδένια κουτάκια. Τα πουλούσε σε μονάδες ανακύκλωσης: «Κοιμόμουν στα παγκάκια κι έτρωγα στο συσσίτιο στο Σαράφειο Κολυμβητήριο. Ολόκληρους μήνες δεν μπορούσα καν να πλυθώ. Ετσι ήταν αδύνατον να βρω δουλειά. Κανείς δεν προσλαμβάνει έναν πενηντάρη. Πόσο μάλλον όταν βρωμάει απ' την απλυσιά. Μετά άρχισα να μαζεύω και χαρτί για ανακύκλωση. Τρία χρόνια προσπαθούσα να συγκεντρώσω έστω ελάχιστα χρήματα. Για να νοικιάσω, έστω, ένα δωμάτιο».
Σήμερα, φιλοξενείται προσωρινά σε ξενώνα αστέγων. Λέει ότι «χρειάζεται πολύ κουράγιο για να μην κάνω καμιά βλακεία εναντίον της ζωής μου. Γιατί έρχεται η στιγμή που σε εγκαταλείπουν οι συγγενείς, όλοι όσους θεωρείς δικούς σου ανθρώπους. Και τότε κινδυνεύεις να τρελαθείς».
«Δεν έχω πια τίποτα να φοβηθώ»
«Παρκάρω το αμάξι σε κατοικημένες γειτονιές. Ξυπνάω το ξημέρωμα, πριν φέξει, για να μη με βλέπουν. Μέχρι να βγει ο ήλιος πάω στην πλατεία Συντάγματος. Ετυχε να συναντήσω φίλους και γνωστούς. Κατανοούν το πρόβλημα. Κερνούν έναν καφέ. Πέρασα δυόμισι μήνες με 12 ευρώ. Τις νύχτες αντιμετώπισα μεγάλους κινδύνους στους δρόμους. Χρήστες ουσιών με απειλούσαν, κρυμμένος στο πίσω κάθισμα κοίταζα ομάδες που έσπαγαν τζάμια αυτοκινήτων κι έκλεβαν. Δεν βαριέσαι, τα έχασα όλα. Δεν έχω πια τίποτα να φοβηθώ. Αλλά το μυαλό μου δεν φτάνει στην αυτοκτονία».
Στα 55 χρόνια του ο Λάμπρος έμεινε άστεγος. Εκλεισε ήδη πέντε μήνες ζωής στο δρόμο. «Δούλευα γυψάς σε οικοδομές. Εφόσον δεν υπήρχε δουλειά η εταιρεία απέλυσε 23 άτομα.
Ο Λάμπρος έχει δύο παιδιά, «μου απάντησαν ότι δεν μπορούν να βρουν λύση. Οτι κινδυνεύουν κι αυτοί να μην καλύπτουν τις υποχρεώσεις τους. Ετσι μάζεψα ένα σάκο ρούχα, πήρα μια κουβέρτα και βρέθηκα στο αυτοκίνητο. Κοιμόμουν στο πίσω κάθισμα ψάχνοντας ταυτόχρονα για δουλειά».
«Σκέφτηκα να τελειώσω τη ζωή μου»
Υγιής, σαραντάρης και διπλωματούχος μάγειρας ο Παναγιώτης, που βρέθηκε κι αυτός στο δρόμο πρόσφατα, αφού έχασε τη δουλειά του: «Είναι δύσκολο, σκέφτηκα να βάλω τέλος στη ζωή μου. Ζεις χωρίς φαγητό, καθαριότητα, συνθήκες υγιεινής; Πλένομαι δύο φορές την εβδομάδα σε σπίτια φίλων. Με το συσσίτιο του δήμου και της Εκκλησίας υποσιτίζεσαι. Το φαγητό δεν τρώγεται. Ψαρόσουπα χωρίς ψάρι, ένα μπολάκι ζουμί κι ένα κομμάτι ψωμί. Αλλά είναι κάτι. Το βράδυ κρύβομαι, παρακολουθείς έναν πόλεμο με κακοποιούς και χρήστες ουσιών. Πολλές φορές βρέθηκα σε κίνδυνο. Σκότωσαν έναν άστεγο μπροστά στο δημαρχείο της Αθήνας. Δεν υπάρχει ασφάλεια».
Ο Παναγιώτης όταν έχασε τη δουλειά του έχασε και το σπίτι του αφού σταμάτησε να πληρώνει ένα εξάμηνο τις δόσεις του δάνείου: «Φέτος η κρίση επηρέασε και το δικό μου κλάδο. Απολύουν το προσωπικό και μαγειρεύουν οι ιδιοκτήτες. Με απέλυσαν και προσέλαβαν μια Αλβανίδα που μαγειρεύει, πλένει τα πιάτα και καθαρίζει το μαγαζί».
Εχει δύο αδέλφια, που «δεν με στήριξαν, γιατί τα βγάζουν δύσκολα πέρα. Η ελληνική οικογένεια δεν αντέχει πλέον το βάρος ενός ανέργου. Εμεινα έξι μήνες σε φίλους και μετά στο δρόμο. Βρήκα ένα ερειπωμένο σπίτι και μπήκα. Δεν θέλω να ενοχλώ και να γίνομαι βάρος σε άλλους.
«Φοβάμαι»
«Το χειμώνα κοιμόμουν σε νοσοκομεία, το καλοκαίρι στην πλατεία Συντάγματος. Καθημερινά παλεύεις με τον κίνδυνο. Φοβάμαι. Τώρα κοιμάμαι στην πλατεία Κεραμεικού. Με άλλους τέσσερις άστεγους. Οι δύο είναι νέες γυναίκες. Μόλις σε πάρει ο ύπνος σού κλέβουν ό,τι έχεις επάνω σου. Κι αυτό είναι το λιγότερο. Γιατί ξέρεις ότι μπορεί και να σε σκοτώσουν».
Στο Δήμο Περιστερίου εργαζόταν ο Παναγιώτης που βρέθηκε κι αυτός στο δρόμο στα πενήντα, τους τελευταίους οχτώ μήνες: «Εμεινα άνεργος όταν αντιμετώπισα πρόβλημα υγείας. Θα είμαι άστεγος μέχρι την επόμενη άνοιξη».
Πηγή: http://www.enet.gr/