Με ενιαίο εκκαθαριστικό σημείωμα θα κληθούν οι φορολογούμενοι να πληρώσουν όλες τις έκτακτες εισφορές και το τέλος επιτηδεύματος...
(εφόσον είναι υπόχρεοι και στις τρεις περιπτώσεις: εισφορά αλληλεγγύης, εισφορά περιουσιακών στοιχείων και τέλος επιτηδεύματος) που περιλαμβάνονται ως υποχρέωση στο Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, όπως ορίζεται σε εγκύκλιο που υπογράφει ο υπουργός αναπληρωτής Οικονομικών Παντελής Οικονόμου. Σύμφωνα με την απόφαση του υπουργείου Οικονομικών, η εξόφληση θα γίνεται σε έξι μηνιαίες δόσεις, η κάθε μία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι χαμηλότερη από 300 ευρώ. Αν ωστόσο ο/η υπόχρεος καταβάλει εφάπαξ με την πρώτη δόση όλο το ποσόν θα υπάρχει έκπτωση 5%
Αξίζει να σημειωθεί ότι επειδή η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων δεν έχει τη δυνατότητα να ξεκαθαρίσει ποιοι είναι υπόχρεοι στις έκτακτες εισφορές, θα αποστείλει σημειώματα ακόμη και σε εκείνους που δεν είναι υπόχρεοι, οι οποίοι στη συνέχεια θα πρέπει να πάνε στην Εφορία τους και να υποβάλουν αίτηση για νέα εκκαθάριση, παραθέτοντας τις σχετικές βεβαιώσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι επειδή η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων δεν έχει τη δυνατότητα να ξεκαθαρίσει ποιοι είναι υπόχρεοι στις έκτακτες εισφορές, θα αποστείλει σημειώματα ακόμη και σε εκείνους που δεν είναι υπόχρεοι, οι οποίοι στη συνέχεια θα πρέπει να πάνε στην Εφορία τους και να υποβάλουν αίτηση για νέα εκκαθάριση, παραθέτοντας τις σχετικές βεβαιώσεις.
Η εισφορά αλληλεγγύης επιβάλλεται σε όσους έχουν εισοδήματα πάνω από 12.000 ευρώ με συντελεστές από 1% έως 4%.
Το τέλος επιτηδεύματος είναι για φέτος 300 ευρώ και αφορά περίπου 800.000 ελεύθεροι επαγγελματίες και επιχειρήσεις αλλά και εργαζόμενοι οι οποίοι παρέχουν εξαρτημένη εργασία σε έναν εργοδότη και πληρώνονται με μπλοκάκι, ακόμη κι αν κατά το 2010 δεν εργάστηκαν (αν είναι δυνατόν!).
Αναλυτικότερα, το πλήρες κείμενο της εγκυκλίου (ΠΟΛ:1167/2011) έχει ως εξής:
Εισφορά αλληλεγγύης
Εισφορά αλληλεγγύης
1. Για την επιβολή της εισφοράς, που προβλέπεται με τις διατάξεις της παραγρ. 2 του άρθρου 29 του Ν. 3986/2011, λαμβάνεται υπόψη το ετήσιο συνολικό καθαρό ατομικό εισόδημα, πραγματικό ή τεκμαρτό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο του φυσικού προσώπου ή σχολάζουσας κληρονομιάς, των οικονομικών ετών 2011 έως και 2015 (χρήσεις 2010 έως και 2014).
Η εύρεση του εισοδήματος επί του οποίου θα εφαρμοστεί η ειδική εισφορά προκύπτει μετά από τη σύγκριση των τεκμηρίων του άρθρου 16 και του εισοδήματος (δηλωθέν όλων των πηγών και αφορολόγητα), λαμβάνοντας το μεγαλύτερο από αυτά.
Σημειώνεται ότι στις διατάξεις αυτές εμπίπτει και το απαλλασσόμενο εισόδημα της παραγράφου 7 του άρθρου 6 του ΚΦΕ, δηλαδή κέρδη ως τριάντα χιλιάδες ευρώ (30.000), για όσους νέους έως τριάντα πέντε (35) ετών υποβάλλουν δήλωση έναρξης εργασιών για πρώτη φορά, για τα τρία πρώτα έτη.
Επιπλέον, στις διατάξεις αυτές εμπίπτουν και τα ποσά των μειώσεων των καθαρών κερδών και καθαρών εισοδημάτων των ατομικών επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 73 Ν. 3842/2010.
Επισημαίνεται ότι στις διατάξεις αυτές δεν εμπίπτει το ποσό της μείωσης που υπολογίζεται στις αντικειμενικές δαπάνες του άρθρου 16, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις της περίπτωσης ζ' του άρθρου 18 του ΚΦΕ.
Το ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα λαμβάνεται υπόψη πριν από τις μειώσεις του άρθρου 19 του ίδιου Κώδικα. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής και κατά τον υπολογισμό του ετήσιου τεκμαρτού εισοδήματος δεν υπολογίζονται οι δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του άρθρου 17. Αντίθετα λαμβάνεται υπόψη η συνολική ετήσια δαπάνη των αντικειμενικών δαπανών και υπηρεσιών του άρθρου 16 του ΚΦΕ.
Στην περίπτωση υποβολής κοινής δήλωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγρ. 1 του άρθρου 5 του ΚΦΕ, εφόσον η ετήσια αντικειμενική δαπάνη του ενός συζύγου είναι μεγαλύτερη από το εισόδημα που δηλώθηκε από αυτόν, τότε η διαφορά αυτή μπορεί να καλυφθεί από τα πραγματικά εισοδήματα του άλλου συζύγου.
Τα κλιμάκια της ειδικής εισφοράς βάσει του συνολικού καθαρού ατομικού εισοδήματος ή τεκμαρτού εισοδήματος έχουν ως εξής:
Από 12.001,00 έως 20.000,99: Συντελεστής 1%
Από 20.001,00 έως 50.000,99: Συντελεστής 2%
Από 50.001,00 έως 100.000,99: Συντελεστής 3%
Από 100.001,00 και άνω: Συντελεστής 4%.
Το ποσό της έκτακτης εισφοράς περιορίζεται αναλόγως, σε κάθε περίπτωση ώστε το εναπομένον εισόδημα μετά την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς να μην είναι μικρότερο από το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή του αμέσως μικρότερου συντελεστή στο άνω όριο του προηγούμενου κλιμακίου.
Πιο συγκεκριμένα, το καθαρό ποσό που απομένει μετά από την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς του κλιμακίου με συντελεστή ένα τοις εκατό (1%), δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 12.000,99 ευρώ, το καθαρό ποσό του κλιμακίου με συντελεστή δύο τοις εκατό (2%) δε μπορεί να είναι μικρότερο από 19.800,98 ευρώ, το καθαρό ποσό του κλιμακίου με συντελεστή τρία τοις εκατό (3%) δε μπορεί να είναι μικρότερο από 49.000,97 ευρώ και τέλος τα καθαρό ποσό του κλιμακίου με συντελεστή τέσσερα τοις εκατό (4%) δε μπορεί να είναι μικρότερο από 97.000,96 ευρώ.
2. Περαιτέρω, εξαιρούνται από την επιβολή της ειδικής εισφοράς τα ακόλουθα εισοδήματα:
α) Της περιπτ. θ' της παραγρ. 5 του άρθρου 6, δηλαδή οι μισθοί, συντάξεις και η πάγια αντιμισθία που χορηγούνται σε πρόσωπα που είναι ολικώς τυφλοί, καθώς και σε όσους παρουσιάζουν βαριές κινητικές αναπηρίες, που υπερβαίνει σε ποσοστό το ογδόντα τοις εκατό (80%).
β) Της παρ. 1 του άρθ. 14, δηλαδή οι αποζημιώσεις λόγω διακοπής εργασιακής σχέσης και
γ) της περίπτ. γ' της παραγρ. 4 του άρθ. 45 του ΚΦΕ, δηλαδή οι εφάπαξ παροχές ταμείων πρόνοιας και ασφαλιστικών οργανισμών, τα εφάπαξ βοηθήματα δημοσίων υπαλλήλων και τα εφάπαξ βοηθήματα που αναφέρονται στις διατάξεις αυτές.
δ) Οι μακροχρόνια άνεργοι που είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ και όσοι λαμβάνουν κατά τη χρήση 2011 επίδομα ανεργίας, έστω κι αν κατά τη χρήση 2010 είχαν εισόδημα, εφόσον δεν έχουν κατά τον χρόνο της βεβαίωσης πραγματικά εισοδήματα.
Επειδή οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν είναι δυνατό να εξευρεθούν από τα στοιχεία που επεξεργάζεται η ΓΓΠΣ, προκειμένου οι φορολογούμενοι αυτοί να εξαιρεθούν από την καταβολή της ειδικής εισφοράς, μετά τη λήψη του εκκαθαριστικού σημειώματος θα υποβάλλουν στην αρμόδια ΔΟΥ, αίτηση για νέα εκκαθάριση, με τη βεβαίωση του ΟΑΕΔ ότι είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα του, ως μακροχρόνια άνεργοι ή ότι λαμβάνουν επίδομα ανεργίας και με υπεύθυνη δήλωση ότι δεν αποκτούν πραγματικά εισοδήματα.
3. Δεν επιβάλλεται ειδική εισφορά στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Στις αμοιβές των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, για τις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 13 του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της 8ης Απριλίου 1965 (όπως ισχύει σήμερα) καθώς και στις αμοιβές των λοιπών προσώπων που αναφέρονται στην ΠΟΑ. 1014/22-2-2010.
β) Στις αγροτικές ενισχύσεις που δεν συνδέονται με την παραγωγή και δηλώνονται στους κωδικούς αριθμούς 477-478 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, ενώ αντίθετα υπόκεινται σε εισφορά όσες δίδονται επί της παραγωγής και δηλώνονται στους κωδικούς 659-660.
γ) Σε κανένα ποσό από αυτά που δηλώνονται στους κωδικούς 781-782, δεδομένου ότι τα ποσά αυτά δεν αποτελούν εισόδημα.
4. Στους υπόχρεους της περιπτ. ε' του άρθρου αυτού, βουλευτές, υπουργοί, αναπληρωτές υπουργοί, υφυπουργοί, γενικοί και ειδικοί γραμματείς υπουργείων, περιφερειάρχες, δήμαρχοι, γενικοί γραμματείς των αποκεντρωμένων διοικήσεων, ευρωβουλευτές κ.λπ., επιβάλλεται ειδική εισφορά με συντελεστή 5% επί ολόκληρου του ποσού του εισοδήματος τους, εφόσον είχαν την παραπάνω ιδιότητα το έτος 2010.
Αρχικά θα εκδοθεί εκκαθαριστικό σημείωμα, στο οποίο θα έχει υπολογιστεί ειδική εισφορά με τους γενικούς συντελεστές που αντιστοιχούν στο δηλωθέν εισόδημα. Στη συνέχεια, μετά την αποστολή στοιχείων στη ΓΓΠΣ από τις αρμόδιες υπηρεσίες για την πιστοποίηση της ιδιότητας των παραπάνω προσώπων, θα εκδοθεί συμπληρωματικό εκκαθαριστικό με το υπόλοιπο της οφειλόμενης ειδικής εισφοράς.
5. Όσοι φορολογούμενοι δεν έχουν δηλώσει στους κωδικούς 659 - 660 της δήλωσης του οικονομικού έτους 2011 όλα τα ποσά των αφορολόγητων ή φορολογηθέντων κατά ειδικό τρόπο εισοδημάτων, με αποτέλεσμα να υπολογιστεί ειδική εισφορά μικρότερη της οφειλόμενης, δύνανται να υποβάλλουν εντός 2 μηνών από την έκδοση του εκκαθαριστικού σημειώματος τους, δήλωση με τα ακριβή ποσά των εισοδημάτων αυτών. Στην περίπτωση αυτή, γίνεται δεκτό ότι δεν θα επιβάλλεται καμία κύρωση, καθόσον δεν υπήρχε υποχρέωση για δήλωση των υπόψη εισοδημάτων.
Έκτακτη εισφορά σε αντικειμενικές δαπάνες
Με τις διατάξεις του άρθρου 30 επιβάλλεται έκτακτη εισφορά στα ποσά της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης (Ι.Χ. αυτοκίνητα, σκάφη αναψυχής κ.λπ.) που προκύπτουν από τη δήλωση του οικονομικού έτους 2011 και επιπλέον στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η ΓΓΠΣ.
Τέλος επιτηδεύματος
1. Για την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος σε όσους φορολογούμενους ασκούν επιτήδευμα ή επάγγελμα, στα πρόσωπα της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ΚΦΕ (ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες, κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, αστικές κερδοσκοπικές ή μη εταιρίες, συμμετοχικές ή αφανείς, καθώς και κοινοπραξίες της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ΚΒΣ - ΠΔ 186/1992, ΦΕΚ 84 Α') - και της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του ΚΦΕ (ΑΕ, ΕΠΕ, δημόσιες, δημοτικές, Κοινοτικές επιχειρήσεις, συνεταιρισμούς, υποκαταστήματα αλλοδαπών εταιρειών) εκδίδεται από τη ΓΓΠΣ με βάση τα στοιχεία που διαθέτει, εκκαθαριστικό σημείωμα υπολογισμού για το τέλος επιτηδεύματος οικονομικού έτους 2011 (διαχειριστική περίοδος 2010), αντίγραφο του οποίου αποστέλλεται στον υπόχρεο κατά τα οριζόμενα στη παραγρ. 1 άρθρου 4 της παρούσας απόφασης. Το τέλος επιτηδεύματος οικονομικού έτους 2012 και μετά θα βεβαιώνεται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος. Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 οι αγρότες ειδικού καθεστώτος δεν θεωρούνται επιτηδευματίες.
2. Οι επιτηδευματίες και οι επιχειρήσεις που ασκούσαν το επάγγελμα ή την επιχείρησή τους για ορισμένους μήνες μέσα στη χρήση 2010, υπάγονται στην επιβολή του τέλους επιτηδεύματος, το οποίο περιορίζεται ανάλογα με τους μήνες της λειτουργίας τους, εφόσον έχει ήδη υποβληθεί δήλωση διακοπής δραστηριότητας. Σε περίπτωση συγχώνευσης ή διάσπασης επιχειρήσεων, το τέλος επιτηδεύματος βεβαιώνεται στις επιχειρήσεις που συγχωνεύθηκαν και στην προερχόμενη από τη συγχώνευση ή στην διασπασθείσα και στις επωφελούμενες από τη διάσπαση και περιορίζεται ανάλογα με τους μήνες λειτουργίας μέσα στη χρήση για την οποία επιβάλλεται το τέλος. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου, το τέλος επιτηδεύματος καταβάλλεται από την προελθούσα από την συγχώνευση ή τις επωφελούμενες από τη διάσπαση, κατά περίπτωση. Σε περίπτωση μετατροπής επιχείρησης σε άλλη νομική μορφή με τις διατάξεις του ν.δ. 1297/1972 (ΦΕΚ 2176 Α') ή του ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α') το τέλος επιτηδεύματος βεβαιώνεται τόσο στη μετατραπείσα επιχείρηση όσο και στην προερχόμενη από τη μετατροπή περιοριζόμενο ανάλογα με τους μήνες λειτουργίας μέσα στη χρήση για την οποία επιβάλλεται και καταβάλλεται από την προερχόμενη από τη μετατροπή.
3. Για την απαλλαγή από το τέλος επιτηδεύματος των φορολογούμενων που ασκούν επιτήδευμα ή ελεύθερο επάγγελμα, σε χωριά με πληθυσμό έως πεντακόσιους (500) κατοίκους και νησιά κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους, εκτός αν πρόκειται για τουριστικούς τόπους, λαμβάνονται υπόψη τα χωριά και νησιά όπως προβλέπονταν πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 2539/1997 (ΦΕΚ 244 Α') για την εφαρμογή του σχεδίου «Καποδίστριας». Για την εξεύρεση του πραγματικού πληθυσμού τους λαμβάνεται υπόψη η τελευταία επίσημη γενική απογραφή πληθυσμού της 18ης Μαρτίου 2001, όπως κυρώθηκε με την Κοινή Υπουργική Απόφαση 6821/Γ5-908 (ΦΕΚ 715 Β'). Ως τουριστικοί τόποι θεωρούνται όσοι περιλαμβάνονται στο ΠΔ 899/1976, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το ΠΔ 664/1977. Η επιβολή του τέλους επιτηδεύματος κρίνεται χωριστά για την έδρα και το κάθε υποκατάστημα της επιχείρησης ή του ελεύθερου επαγγελματία.
4. Η βεβαίωση του τέλους επιτηδεύματος γίνεται από τη ΔΟΥ που είναι αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος του υπόχρεου κατά το χρόνο επιβολής του τέλους επιτηδεύματος και για την καταβολή του έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 4 της παρούσας Απόφασης. Το προηγούμενο εδάφιο έχει εφαρμογή και για τα υποκαταστήματα της επιχείρησης ή του ελεύθερου επαγγελματία.
5. Η προθεσμία άσκησης προσφυγής ή υποβολής αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθώς και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου, δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και την είσπραξη του τέλους επιτηδεύματος.
5. Το τέλος επιτηδεύματος δεν εκπίπτει ως δαπάνη για τον προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος.
Διαδικασία υπολογισμού βεβαίωσης & καταβολής της ειδικής εισφοράς, της έκτακτης εισφοράς και του τέλους επιτηδεύματος για το οικονομικό έτος 2011.
Για τον υπολογισμό, τη βεβαίωση και καταβολή της εισφοράς των άρθρων 29 και 30 και του τέλους επιτηδεύματος των ελεύθερων επαγγελματιών και των επιχειρήσεων (φυσικά και νομικά πρόσωπα) του άρθρου 31 του νόμου αυτού, ακολουθείται η ακόλουθη διαδικασία:
1. Η ΓΓΠΣ εκδίδει ενιαίο εκκαθαριστικό σημείωμα, επί του οποίου εμφανίζονται χωριστά, μετά από υπολογισμό, τα ποσά της κάθε εισφοράς και του τέλους επιτηδεύματος, αντίγραφο του οποίου αποστέλλεται και στον υπόχρεο και παράλληλα ενημερώνει ηλεκτρονικά τις αρμόδιες ΔΟΥ για την εκκαθάριση και τους χρηματικούς καταλόγους.
Ο υπολογισμός των εισφορών υπολογίζεται με βάση τα στοιχεία των αρχικών και συμπληρωματικών δηλώσεων οικον. έτους 2011 και το τέλος επιτηδεύματος με βάση τα στοιχεία που τηρούνται στο Μητρώο.
Ειδικά για το οικονομικό έτος 2011 το τέλος επιτηδεύματος θα υπολογιστεί για τους επιτηδευματίες φυσικά πρόσωπα με δηλωθέντα εισοδήματα Δ' ή Ζ' πηγής καθώς και για νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν υποβάλει δηλώσεις ΦΕ για ένα τουλάχιστον από τα τρία τελευταία οικονομικά έτη, εφόσον πληρούν κατά τα λοιπά τις απαιτούμενες προϋποθέσεις.
Για όσους επιτηδευματίες φυσικά ή νομικά πρόσωπα δεν έχει υπολογιστεί τέλος επιτηδεύματος λόγω της προηγούμενης παραγράφου, ενώ στο μητρώο εμφανίζονται για την διαχειριστική περίοδο του 2010 ως ενεργές επιχειρήσεις θα αποσταλούν από τη ΓΓΠΣ ατομικές ειδοποιήσεις προς ενημέρωσή τους καθώς και το αντίστοιχο αρχείο σε ηλεκτρονική μορφή στις αρμόδιες ΔΟΥ προκειμένου οι ίδιοι να υποβάλλουν δήλωση διακοπής εάν έχουν διακόψει ή διαφορετικά να βεβαιωθεί το αναλογούν τέλος επιτηδεύματος από την αρμόδια ΔΟΥ.
2. Η βεβαίωση των οφειλόμενων ποσών γίνεται από την αρμόδια ΔΟΥ με βάση τους τίτλους που αναφέρονται στην παραγρ. 1 του άρθρου 74 του ΚΦΕ, δηλαδή:
α) Τις αρχικές και συμπληρωματικές δηλώσεις
β) Τα φύλλα ελέγχου και
γ) τις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων
Αρμόδια ΔΟΥ των φυσικών προσώπων, για την επιβολή της εισφοράς των άρθρων 29 και 30 και του τέλους επιτηδεύματος, θεωρείται η ΔΟΥ εκκαθάρισης της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2011.
3. Το ποσό της οφειλής βεβαιώνεται συνολικά και καταβάλλεται σε έξι (6) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση και η καθεμία από τις επόμενες δόσεις μέχρι την τελευταία εργάσιμη, αντίστοιχα. Η κάθε δόση δεν μπορεί να είναι κατώτερη των τριακοσίων (300) ευρώ, εκτός της τελευταίας. Συνεπώς, αν η εισφορά βεβαιωθεί μέσα στο μήνα Αύγουστο, θα καταβληθεί η πρώτη δόση μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2011, η δεύτερη μέχρι 31 Οκτωβρίου, η τρίτη μέχρι 30 Νοεμβρίου, η επόμενη 31 Δεκεμβρίου κ.λπ.
4. Σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής του συνολικά οφειλόμενου ποσού του εκκαθαριστικού σημειώματος, μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης παρέχεται έκπτωση πέντε (5%) τοις εκατό, ακόμη κι αν πρόκειται για ποσά κάτω των τριακοσίων (300) ευρώ .
5. Σε περίπτωση που η δήλωση εκκαθαρίζεται και αποστέλλεται το εκκαθαριστικό σημείωμα μετά την παρέλευση του οικείου οικονομικού έτους, ο υπόχρεος δεν χάνει το δικαίωμα της καταβολής του φόρου σε δόσεις και της έκπτωσης στην εφάπαξ καταβολή.
6. Στις περιπτώσεις που η ΓΓΠΣ δεν διαθέτει στοιχεία για την ορθή εκκαθάριση, τότε οι υπόχρεοι φορολογούμενοι, εφόσον διαπιστώσουν λάθος, κατά τη παραλαβή του εκκαθαριστικού σημειώματος, υποβάλλουν στην αρμόδια ΔΟΥ, κατά περίπτωση, είτε αίτηση για διαγραφή μέρους ή ολόκληρου του βεβαιωθέντος ποσού, είτε τροποποιητική δήλωση. Η ΔΟΥ θα προβεί σε διαγραφή ή σε νέα εκκαθάριση, σύμφωνα με τις οδηγίες που θα δοθούν απο τη ΓΓΠΣ. Το νέο ποσό που θα προκύπτει, καταβάλλεται μόνο στη ΔΟΥ.
7. Δεν βεβαιώνεται το συνολικό ποσό του εκκαθαριστικού σημειώματος που τελικά οφείλεται, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει τα είκοσι επτά (27) ευρώ αθροιστικά λαμβανόμενο για τον φορολογούμενο και τη σύζυγό του.