Ένα πρόσωπο, την κρίση του οποίου εμπιστεύομαι, με προοδευτικές...
ιδέες, που ψηφίζει σταθερά κόμματα της Αριστεράς, χωρίς ωστόσο τα τελευταία χρόνια να έχει οργανωτικές σχέσεις μαζί τους, αμέσως μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας για το κούρεμα του ελληνικού χρέους, και ενώ είχε ξεκινήσει η συζήτηση για το αν η κυβέρνηση εκχώρησε ή όχι κομμάτια της εθνικής κυριαρχίας, με άφησε ενεό λέγοντάς μου το εξής: «το μόνο που θα καθησυχάσει την αγωνία μου και θα διασκεδάσει τις ανησυχίες μου για το αν το σχέδιο σωτηρίας μπορεί να υλοποιηθεί, θα είναι να αναλάβουν οι ίδιοι οι ξένοι να εφαρμόσουν τις αναγκαίες πολιτικές»!
Δεν ξέρω πόσοι πολίτες έχουν αυτήν την άποψη. Υποψιάζομαι, πάντως, ότι δεν είναι λίγοι. Δεν ξέρω αν αυτό συνιστά προσχώρηση σε εθελόδουλες αντιλήψεις. Δεν ξέρω, σε τελική ανάλυση, αν αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας μετάλλαξης που έχει σημειωθεί στις συνειδήσεις των ανθρώπων ύστερα από χρόνια εύκολου και τρυφηλού βίου. Ξέρω, όμως, ότι είναι μια ισχυρή ένδειξη για τον κλονισμό που έχει επέλθει στη σχέση ανάμεσα στο εγχώριο πολιτικό σύστημα και σε μερίδα του εκλογικού σώματος.
Όσο κι αν εξεγείρεται ο πατριωτισμός μας, πρέπει να παραδεχτούμε ότι το πολιτικό σύστημα και ειδικότερα τα δύο μεγάλα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία από το 1981, έχουν αποτύχει, με συνέπεια να κερδίζουν έδαφος τέτοιου τύπου μοιρολατρικές και ηττοπαθείς προσεγγίσεις. Τα δύο κόμματα εξουσίας, αφού έκαναν κοινωνική πολιτική με δανεικά, αφού σπατάλησαν ατιμωρητί εθνικούς και κοινοτικούς πόρους, αφού έταξαν στους πάντες τα πάντα, αφού έστησαν θηριώδεις πελατειακούς μηχανισμούς για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των ψηφοφόρων τους, τις οποίες τα ίδια με τις φαύλες πρακτικές τους δημιούργησαν, σήμερα επιχειρούν να υποδυθούν τους σωτήρες. Το ένα [ΠΑΣΟΚ] υποστηρίζοντας ότι μόνον η πολιτική του θα αποτρέψει την κατάρρευση και το άλλο [ΝΔ] υποσχόμενο έξοδο από την κρίση γρηγορότερα και με μικρότερες απώλειες.
Το γεγονός ότι αυτοί που τους πιστεύουν μειώνονται θεαματικά-είναι εξαιρετικό δείγμα πολιτικής υγείας ότι το άθροισμα των ποσοστών τους στις δημοσκοπήσεις δεν ξεπερνά το 40%- μπορεί να μας παρηγορεί, ωστόσο δεν πρέπει να μας ικανοποιεί. Κι αυτό γιατί, όσο δεν παρουσιάζεται εναλλακτική λύση εξουσίας, όσο το θέμα της κυβέρνησης παραμένει υπόθεση των δύο κομμάτων, είναι σφόδρα πιθανόν να έχουμε μία από τα ίδια, έστω κι αν οι φορείς του δικομματισμού κάνουν τις κατάλληλες μεταμφιέσεις για να πείσουν το εθνικό ακροατήριο ότι έχουν αλλάξει.
Βεβαίως υπάρχουν οι διέξοδοι της αποχής, του λευκού και του άκυρου. Εκτιμώ ότι πολλοί συμπολίτες μας σε μία από τις τρείς αυτές εκδοχές θα καταλήξουν όταν έρθει η ώρα της κάλπης. Και οι τρείς, όμως, πέρα από το μήνυμα που θα στείλουν στα κόμματα εξουσίας ότι είναι αναξιόπιστα, δεν αποτελούν απειλή για το δικομματισμό. Τον τσαλακώνουν, αλλά δεν τον ακυρώνουν. Γι αυτό οι δυνάμεις που μάχονται το δικομματισμό οφείλουν να περάσουν από την κατάσταση του «ξέρω τι δεν θέλω» στην κατάσταση του «ξέρω τι θέλω και πώς θα το εφαρμόσω», από το βολικό ρόλο της καταγγελίας και της διαμαρτυρίας στο δύσκολο και απαιτητικό ρόλο των προτάσεων, από την πολυδιάσπαση στην εγκατάσταση διαύλων επικοινωνίας. Διαφορετικά, είτε ο δικομματισμός θα επιστρέψει ψευτοανανεωμένος, είτε θα πυκνώσουν οι τάξεις εκείνων που δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα να διοικείται η χώρα από γκαουλάιτερ.
[*Ο Γκαουλάιτερ (Gauleiter) ήταν, επί ναζιστικού καθεστώτος, ο επικεφαλής μιας διοικητικής περιφέρειας (Gau). Η λέξη παράγεται από το Gau (Περιφέρεια) και το leiter (ηγέτης, αρχηγός).]
Πηγή: http://www.aixmi.gr/