12 Φεβ 2012

«Αντισυνταγματική η μείωση των ελάχιστων μισθών»

Την αντισυνταγματικότητα των ρυθμίσεων του Μνημονίου, που αναφέρονται στην μείωση των ελάχιστων μισθών σε εθνικό επίπεδο, υπογραμμίζει η Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, που συνοδεύει το νομοσχέδιο που κατατέθηκε σήμερα στην Ολομέλεια της Βουλής. Μάλιστα, ξεκαθαρίζει πως οι λόγοι δημοσίου...
συμφέροντος δεν μπορούν σε όλες τις περιπτώσεις να υπερισχύουν του Συντάγματος και κρίνει πως το θέμα θα επιλυθεί στα αρμόδια δικαστήρια.
Σημειώνεται πως σύμφωνα με το Μνημόνιο οι ελάχιστοι μισθοί που ορίζονται από την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας (ΕΓΣΣΕ) θα μειωθούν κατά 22%, σε σύγκριση με το επίπεδο που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου 2012. Για τους νέους (ηλικίας κάτω των 25), οι μισθοί που ορίζονται από την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας θα μειωθούν κατά 32%, χωρίς περιοριστικούς όρους, ενώ αναστέλλονται οι διατάξεις του νόμου και των συλλογικών συμβάσεων που προβλέπουν αυτόματες αυξήσεις μισθών, περιλαμβανομένων εκείνων περί ωριμάνσεων.
 
Η Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής αναφέρεται στις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, με τα οποία καθιερώνεται ο θεσμός της συλλογικής αυτονομίας, δηλαδή η νομική ικανότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών να καθορίζουν τους όρους εργασίας και τα μεταξύ τους δικαιώματα και υποχρεώσεις, συνάπτοντας συμφωνίες (συλλογικές συμβάσεις εργασίας), οι οποίες έχουν χαρακτήρα κανόνα δικαίου, ως αναγκαία προέκταση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, που καθιερώνεται στο άρθρο 23 παρ. 1 του Συντάγματος.
 
«Το ζήτημα της σχέσης μεταξύ νομοθετικής εξουσίας και συλλογικής αυτονομίας, δηλαδή το ζήτημα σε ποιο μέτρο είναι δυνατόν ο νομοθέτης να περιορίζει την ελευθερία σύναψης συλλογικών συμβάσεων, είναι από τα φλέγοντα ζητήματα, που έχουν απασχολήσει τη νομολογία και τη θεωρία», αναφέρεται, ωστόσο υπογραμμίζεται πως «γίνεται γενικώς δεκτό ότι το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος (υπό τη συνδυασμένη μάλιστα ερμηνεία του με το άρθρο 23 παρ. 1) περιορίζει την παντοδυναμία του νομοθέτη καθόσον αφορά τη συλλογική αυτονομία και ότι η συλλογική διαπραγμάτευση οφείλει να αναγνωρισθεί ως ο κύριος ρυθμιστικός παράγων των εργασιακών σχέσεων».
 
Τέλος, σημειώνεται πως με την προτεινόμενη διάταξη καταργούνται ρυθμίσεις οι οποίες προβλέπονται στην ισχύουσα από 15.7.20101 εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας και το εάν εν προκειμένω υφίστανται λόγοι δημοσίου συμφέροντος, και κυρίως εάν θα παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, αποτελεί ζήτημα το οποίο τελικά θα κριθεί από τα αρμόδια Δικαστήρια, εφόσον το ζήτημα τεθεί ενώπιόν τους κατόπιν σχετικής δικαστικής προσφυγής.