Γράφει: Αργύρης Κωστάκης
Πίστευα ακράδαντα ότι τα είχα δει όλα ως πολίτης στην κινούμενη άμμο της γραφειοκρατίας του ελληνικού κράτους. Είχα ξεχάσει, όμως, τη ρήση του Μπέρτολντ Μπρεχτ «ποτέ μη λες ...
ποτέ, ό,τι είναι βέβαιο δεν είναι βέβαιο και το ποτέ γίνεται πριν, προτού τελειώσει η μέρα». Διαβάστε, λοιπόν, αυτό που εμείς οι δημοσιογράφοι χαρακτηρίζουμε ως «θεματάρα». Ή πιο απλά πρώτο θέμα.
Στις 23 Φεβρουαρίου το απόγευμα, μετά τη δουλειά, βρήκα στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού ένα απ’ αυτά τα χαρτάκια του ταχυδρομείου που ειδοποιεί για παραλαβή συστημένης επιστολής. Το επόμενο μεσημέρι 24 Φεβρουαρίου πήγα και την παρέλαβα. Πέταξα από χαρά όταν άνοιξα το φάκελο που ήταν ένα σημείωμα επιστροφής 1100 ευρώ από την εφορία (ξεχασμένα από το 2007 από μία συμπληρωματική δήλωση) που, μάλιστα, έπρεπε να παραλάβω μόνο από το ταμείο της. Η χαρά μου κράτησε για λίγα δευτερόλεπτα. Κάπου ανάμεσα στο όνομα του εφόρου, στους ηλεκτρονικά τυπωμένους αριθμούς και τα ακατανόητα αρχικά, υπήρχε γραμμένη με στυλό η παρατήρηση «το ποσό επιστροφής παραγράφεται στις 23 Φεβρουαρίου». Πάγωσα! Ξαναμπήκα αμέσως στο ταχυδρομείο και όταν περιέγραψα στη διευθύντρια τι έπαθα πάγωσε και αυτή. Προς τιμήν της προσφέρθηκε, μόνη της, να μου χορηγήσει βεβαίωση ότι δεν ευθύνομαι σε καμία περίπτωση και πως τα ΕΛΤΑ μου παρέδωσαν το φορολογικό σημείωμα με μία ημέρα καθυστέρηση. Η δαιδαλώδης διαδρομή του εγγράφου μέχρι να φτάσει στα χέρια μου ξεκίνησε στις 20 Φεβρουαρίου, οπότε και το σφράγισε η εφορία, το ταχυδρόμησε πιθανότατα την επομένη, το ταχυδρομείο μου το γνωστοποίησε την ώρα της εκπνοής της προθεσμίας και το παρέλαβα μία ημέρα μετά την παραγραφή της επιστροφής του ποσού!
Πάνω στον πανικό μου έκανα τη βλακεία να χάσω μια μέρα άδειας από τη δουλειά μου (μια μέρα πολύτιμης ξεκούρασης, δηλαδή, το καλοκαίρι) μόνο και μόνο για να ακούσω αυτό που ήξερα εκ των προτέρων ότι θα ακούσω στην εφορία που πήγα το επόμενο, από το σοκ, πρωί. Η ελπίδα, όμως, πεθαίνει τελευταία και έτσι εφοδιασμένος με τη βεβαίωση του ταχυδρομείου ότι παρέλαβα το σημείωμα χωρίς να ευθύνομαι, πήγα στον αρμόδιο υπάλληλο. Όταν του περιέγραψα την περίπτωσή μου με κοίταξε ψυχρά και σαν να ακουγόταν ηχογραφημένο μήνυμα μου είπε «το ποσό έχει παραγραφεί βάσει του νόμου. Να ζητήσετε τα χρηματά σας από το ταχυδρομείο».
Δεν έχει καμία σημασία ποια εφορία και ποιο ταχυδρομείο είναι υπεύθυνα για το γεγονός ότι το κράτος μου «έκλεψε» 1100 ευρώ. Το κράτος είναι το ίδιο. Αυτό που με πονάει είναι ότι έπεσα θύμα του αδυσώπητου τέρατος της γραφειοκρατίας. Διαβεβαιώνω δημοσίως ότι δεν θα διεκδικήσω δικαστικά αυτά τα χρήματα, γιατί γνωρίζω πως αν δικαιωθώ αυτό θα γίνει όταν θα έχω πάρει σύνταξη. Κι όσα θα έχω ξοδέψει σε δικαστικά έξοδα θα είναι περισσότερα απ αυτά που θα πάρω. Το μόνο που θα κάνω θα είναι να στείλω στον (για λίγες ημέρες ακόμη) υπουργό Οικονομικών Ευάγγελο Βενιζέλο, για το αρχείο του, τα έγγραφα του αίσχους. Και να ντρέπομαι εσαεί για αυτό το κράτος που στερεί από έναν απλό εργαζόμενο λίγα χρήματα που δικαιούτο.
Τουλάχιστον, εύχομαι μέσα από την ψυχή μου αυτά τα 1.100 ευρώ να μην καταλήξουν μέσω των κρατικών ταμείων στον παχυλό βουλευτικό μισθό κάποιου πολιτικού απατεώνα απ’ αυτούς τους πολλούς (όχι όλους) που κυκλοφορούν χωρίς αιδώ ανάμεσά μας. Και κατάντησαν την κρατική μηχανή στο σημείο να «ληστεύει» τους πολίτες. Είτε μέσω της γραφειοκρατικής δυσλειτουργίας (στην περίπτωσή μου), είτε μέσω της συνειδητής κλοπής των πενιχρών συντάξεων των γερόντων.
Αλλά, όπως μου είπε και ο φίλος μου ο Νίκος, είμαι τυχερός που η προθεσμία ήταν για να πάρω και όχι για να δώσω χρήματα στην εφορία. Φαντάσου τι πρόστιμο θα πλήρωνα και πόσο μεγαλύτερο θα ήταν το σοκ.
Πηγή: www.aixmi.gr
Πίστευα ακράδαντα ότι τα είχα δει όλα ως πολίτης στην κινούμενη άμμο της γραφειοκρατίας του ελληνικού κράτους. Είχα ξεχάσει, όμως, τη ρήση του Μπέρτολντ Μπρεχτ «ποτέ μη λες ...
ποτέ, ό,τι είναι βέβαιο δεν είναι βέβαιο και το ποτέ γίνεται πριν, προτού τελειώσει η μέρα». Διαβάστε, λοιπόν, αυτό που εμείς οι δημοσιογράφοι χαρακτηρίζουμε ως «θεματάρα». Ή πιο απλά πρώτο θέμα.
Στις 23 Φεβρουαρίου το απόγευμα, μετά τη δουλειά, βρήκα στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού ένα απ’ αυτά τα χαρτάκια του ταχυδρομείου που ειδοποιεί για παραλαβή συστημένης επιστολής. Το επόμενο μεσημέρι 24 Φεβρουαρίου πήγα και την παρέλαβα. Πέταξα από χαρά όταν άνοιξα το φάκελο που ήταν ένα σημείωμα επιστροφής 1100 ευρώ από την εφορία (ξεχασμένα από το 2007 από μία συμπληρωματική δήλωση) που, μάλιστα, έπρεπε να παραλάβω μόνο από το ταμείο της. Η χαρά μου κράτησε για λίγα δευτερόλεπτα. Κάπου ανάμεσα στο όνομα του εφόρου, στους ηλεκτρονικά τυπωμένους αριθμούς και τα ακατανόητα αρχικά, υπήρχε γραμμένη με στυλό η παρατήρηση «το ποσό επιστροφής παραγράφεται στις 23 Φεβρουαρίου». Πάγωσα! Ξαναμπήκα αμέσως στο ταχυδρομείο και όταν περιέγραψα στη διευθύντρια τι έπαθα πάγωσε και αυτή. Προς τιμήν της προσφέρθηκε, μόνη της, να μου χορηγήσει βεβαίωση ότι δεν ευθύνομαι σε καμία περίπτωση και πως τα ΕΛΤΑ μου παρέδωσαν το φορολογικό σημείωμα με μία ημέρα καθυστέρηση. Η δαιδαλώδης διαδρομή του εγγράφου μέχρι να φτάσει στα χέρια μου ξεκίνησε στις 20 Φεβρουαρίου, οπότε και το σφράγισε η εφορία, το ταχυδρόμησε πιθανότατα την επομένη, το ταχυδρομείο μου το γνωστοποίησε την ώρα της εκπνοής της προθεσμίας και το παρέλαβα μία ημέρα μετά την παραγραφή της επιστροφής του ποσού!
Πάνω στον πανικό μου έκανα τη βλακεία να χάσω μια μέρα άδειας από τη δουλειά μου (μια μέρα πολύτιμης ξεκούρασης, δηλαδή, το καλοκαίρι) μόνο και μόνο για να ακούσω αυτό που ήξερα εκ των προτέρων ότι θα ακούσω στην εφορία που πήγα το επόμενο, από το σοκ, πρωί. Η ελπίδα, όμως, πεθαίνει τελευταία και έτσι εφοδιασμένος με τη βεβαίωση του ταχυδρομείου ότι παρέλαβα το σημείωμα χωρίς να ευθύνομαι, πήγα στον αρμόδιο υπάλληλο. Όταν του περιέγραψα την περίπτωσή μου με κοίταξε ψυχρά και σαν να ακουγόταν ηχογραφημένο μήνυμα μου είπε «το ποσό έχει παραγραφεί βάσει του νόμου. Να ζητήσετε τα χρηματά σας από το ταχυδρομείο».
Δεν έχει καμία σημασία ποια εφορία και ποιο ταχυδρομείο είναι υπεύθυνα για το γεγονός ότι το κράτος μου «έκλεψε» 1100 ευρώ. Το κράτος είναι το ίδιο. Αυτό που με πονάει είναι ότι έπεσα θύμα του αδυσώπητου τέρατος της γραφειοκρατίας. Διαβεβαιώνω δημοσίως ότι δεν θα διεκδικήσω δικαστικά αυτά τα χρήματα, γιατί γνωρίζω πως αν δικαιωθώ αυτό θα γίνει όταν θα έχω πάρει σύνταξη. Κι όσα θα έχω ξοδέψει σε δικαστικά έξοδα θα είναι περισσότερα απ αυτά που θα πάρω. Το μόνο που θα κάνω θα είναι να στείλω στον (για λίγες ημέρες ακόμη) υπουργό Οικονομικών Ευάγγελο Βενιζέλο, για το αρχείο του, τα έγγραφα του αίσχους. Και να ντρέπομαι εσαεί για αυτό το κράτος που στερεί από έναν απλό εργαζόμενο λίγα χρήματα που δικαιούτο.
Τουλάχιστον, εύχομαι μέσα από την ψυχή μου αυτά τα 1.100 ευρώ να μην καταλήξουν μέσω των κρατικών ταμείων στον παχυλό βουλευτικό μισθό κάποιου πολιτικού απατεώνα απ’ αυτούς τους πολλούς (όχι όλους) που κυκλοφορούν χωρίς αιδώ ανάμεσά μας. Και κατάντησαν την κρατική μηχανή στο σημείο να «ληστεύει» τους πολίτες. Είτε μέσω της γραφειοκρατικής δυσλειτουργίας (στην περίπτωσή μου), είτε μέσω της συνειδητής κλοπής των πενιχρών συντάξεων των γερόντων.
Αλλά, όπως μου είπε και ο φίλος μου ο Νίκος, είμαι τυχερός που η προθεσμία ήταν για να πάρω και όχι για να δώσω χρήματα στην εφορία. Φαντάσου τι πρόστιμο θα πλήρωνα και πόσο μεγαλύτερο θα ήταν το σοκ.
Πηγή: www.aixmi.gr