Τα πάντα φάνταζαν αδύνατα. Η αύξηση των φόρων
αποθάρρυνε τους « επιχειρηματίες ». Η προστασία από τον εμπορικό
ανταγωνισμό (dumping) χωρών με χαμηλούς μισθούς ερχόταν σε αντίθεση με
τις συμφωνίες ελευθέρων συναλλαγών. Η επιβολή ενός (απειροελάχιστου)
φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές χρειαζόταν τη σύμφωνη .... γνώμη των
κρατών. Η μείωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) προϋπέθετε την
έγκριση των Βρυξελλών…
Ώσπου, το Σάββατο, 16 Μαρτίου, όλα
άλλαξαν. Κάποιοι οργανισμοί γνωστοί για τον δογματισμό τους, όπως η
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το Eurogroup
και η γερμανική κυβέρνηση της Ανγκέλα Μέρκελ, έβαλαν το μαχαίρι στον
λαιμό των κυπριακών αρχών προκειμένου να τις αναγκάσουν να εκτελέσουν
ένα μέτρο το οποίο, αν το αποφάσιζε ο Ούγο Τσάβες, θα τον αποκαλούσαν
ανελεύθερο, δικτατορικό, τυραννικό και εξαιτίας του θα γράφονταν σελίδες
επί σελίδων αγανακτισμένα άρθρα : το αυτόματο κούρεμα των τραπεζικών
καταθέσεων. Ο φόρος της κατάσχεσης, ο οποίος αρχικά είχε τοποθετηθεί
μεταξύ 6,75 % και 9,90 % [1],
ήταν περίπου χίλιες φορές πάνω από τον αντίστοιχο φόρο Τόμπιν, για τον
οποίο τόσος λόγος γίνεται εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Τι αποδεικνύεται,
λοιπόν ; Ότι στην Ευρώπη, όταν θέλουμε, μπορούμε.
Αρκεί, βέβαια, να ξέρουμε να επιλέγουμε τους στόχους μας : όχι τους μετόχους ούτε τους δανειστές των υπερχρεωμένων τραπεζών, αλλά τους καταθέτες τους. Είναι όντως πιο φιλελεύθερο να γδύνεις έναν Κύπριο συνταξιούχο με τη δικαιολογία ότι μέσω αυτού στοχεύεις τον Ρώσο μαφιόζο που έχει καταφύγει σε φορολογικό παράδεισο, παρά να ζητάς τον λογαριασμό από ένα Γερμανό τραπεζίτη, έναν Έλληνα εφοπλιστή και μια πολυεθνική εταιρεία που προστατεύει τα μερίσματά της στην Ιρλανδία, στην Ελβετία ή στο Λουξεμβούργο.
Η κυρία Μέρκελ, το ΔΝΤ και η ΕΚΤ μας σφυροκοπούσαν διαρκώς με το επιχείρημα ότι η επιτακτική ανάγκη για αποκατάσταση της « εμπιστοσύνης » των δανειστών απαγορεύει την αύξηση των δημοσίων δαπανών και ταυτόχρονα την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους των κρατών. Οι αγορές μάς προειδοποιούσαν ότι θα επέβαλλαν κυρώσεις στην όποια σχετική παρέκκλιση. Αλλά, ποια « εμπιστοσύνη » να έχει πια κανείς στο ενιαίο νόμισμα και στην ιερή εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων, αν οποιοσδήποτε πελάτης ευρωπαϊκής τράπεζας μπορεί να ξυπνήσει ένα πρωί και να ανακαλύψει ότι του κούρεψαν τον λογαριασμό μέσα στη νύχτα ;
Τα 17 κράτη-μέλη του Eurogroup, λοιπόν, τόλμησαν κάτι πέρα από κάθε φαντασία. Και θα το ξανακάνουν. Κανένας πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί στο εξής να αγνοεί ότι αποτελεί τον κατ’ εξοχήν στόχο μιας χρηματοπιστωτικής πολιτικής που είναι αποφασισμένη να του στερήσει τους καρπούς της δουλειάς του με το πρόσχημα του ισοσκελισμού των λογαριασμών. Στη Ρώμη, στην Αθήνα ή τη Λευκωσία, κάποιες εγχώριες υποτακτικές μαριονέτες μοιάζουν κιόλας έτοιμες να ακολουθήσουν κατά γράμμα τα κελεύσματα των Βρυξελλών, της Φραγκφούρτης ή του Βερολίνου, παρά τον κίνδυνο να εισπράξουν, εν συνεχεία, την κατακραυγή των λαών τους [2].
Και οι λαοί πρέπει να αντλήσουν ένα επιπλέον δίδαγμα από το επεισόδιο με την Κύπρο, πέρα από μια ατέλειωτη πικρία : τη λυτρωτική γνώση ότι τα πάντα μπορούν να συμβούν και σε αυτούς. Την επομένη της προσπάθειας επίδειξης ισχύος, η αμηχανία ορισμένων Ευρωπαίων υπουργών μαρτυρούσε ίσως τον φόβο τους μήπως είχαν μόλις διαψεύσει τριάντα χρόνια φιλελεύθερης « παιδαγωγικής », τα οποία ανέδειξαν τη δημόσια απραξία σε κυβερνητική θεωρία. Με αυτόν τον τρόπο, νομιμοποιούν εκ των προτέρων και νέα, κάπως σκληρά μέτρα. Ίσως αυτά, μια μέρα, να προσβάλουν και τη Γερμανία. Και μάλιστα, να χτυπήσουν πιο εύπορους στόχους από τους μικροκαταθέτες της Λευκωσίας.
Αρκεί, βέβαια, να ξέρουμε να επιλέγουμε τους στόχους μας : όχι τους μετόχους ούτε τους δανειστές των υπερχρεωμένων τραπεζών, αλλά τους καταθέτες τους. Είναι όντως πιο φιλελεύθερο να γδύνεις έναν Κύπριο συνταξιούχο με τη δικαιολογία ότι μέσω αυτού στοχεύεις τον Ρώσο μαφιόζο που έχει καταφύγει σε φορολογικό παράδεισο, παρά να ζητάς τον λογαριασμό από ένα Γερμανό τραπεζίτη, έναν Έλληνα εφοπλιστή και μια πολυεθνική εταιρεία που προστατεύει τα μερίσματά της στην Ιρλανδία, στην Ελβετία ή στο Λουξεμβούργο.
Η κυρία Μέρκελ, το ΔΝΤ και η ΕΚΤ μας σφυροκοπούσαν διαρκώς με το επιχείρημα ότι η επιτακτική ανάγκη για αποκατάσταση της « εμπιστοσύνης » των δανειστών απαγορεύει την αύξηση των δημοσίων δαπανών και ταυτόχρονα την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους των κρατών. Οι αγορές μάς προειδοποιούσαν ότι θα επέβαλλαν κυρώσεις στην όποια σχετική παρέκκλιση. Αλλά, ποια « εμπιστοσύνη » να έχει πια κανείς στο ενιαίο νόμισμα και στην ιερή εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων, αν οποιοσδήποτε πελάτης ευρωπαϊκής τράπεζας μπορεί να ξυπνήσει ένα πρωί και να ανακαλύψει ότι του κούρεψαν τον λογαριασμό μέσα στη νύχτα ;
Τα 17 κράτη-μέλη του Eurogroup, λοιπόν, τόλμησαν κάτι πέρα από κάθε φαντασία. Και θα το ξανακάνουν. Κανένας πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί στο εξής να αγνοεί ότι αποτελεί τον κατ’ εξοχήν στόχο μιας χρηματοπιστωτικής πολιτικής που είναι αποφασισμένη να του στερήσει τους καρπούς της δουλειάς του με το πρόσχημα του ισοσκελισμού των λογαριασμών. Στη Ρώμη, στην Αθήνα ή τη Λευκωσία, κάποιες εγχώριες υποτακτικές μαριονέτες μοιάζουν κιόλας έτοιμες να ακολουθήσουν κατά γράμμα τα κελεύσματα των Βρυξελλών, της Φραγκφούρτης ή του Βερολίνου, παρά τον κίνδυνο να εισπράξουν, εν συνεχεία, την κατακραυγή των λαών τους [2].
Και οι λαοί πρέπει να αντλήσουν ένα επιπλέον δίδαγμα από το επεισόδιο με την Κύπρο, πέρα από μια ατέλειωτη πικρία : τη λυτρωτική γνώση ότι τα πάντα μπορούν να συμβούν και σε αυτούς. Την επομένη της προσπάθειας επίδειξης ισχύος, η αμηχανία ορισμένων Ευρωπαίων υπουργών μαρτυρούσε ίσως τον φόβο τους μήπως είχαν μόλις διαψεύσει τριάντα χρόνια φιλελεύθερης « παιδαγωγικής », τα οποία ανέδειξαν τη δημόσια απραξία σε κυβερνητική θεωρία. Με αυτόν τον τρόπο, νομιμοποιούν εκ των προτέρων και νέα, κάπως σκληρά μέτρα. Ίσως αυτά, μια μέρα, να προσβάλουν και τη Γερμανία. Και μάλιστα, να χτυπήσουν πιο εύπορους στόχους από τους μικροκαταθέτες της Λευκωσίας.
Notes
[1] (ΣτΜ) Η τελική συμφωνία με την τρόικα προβλέπει κούρεμα έως και 32% στις καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ[2] Βλ. « Fate of Island depositors was sealed in Germany », « Financial Times », Λονδίνο, 18-3-2013.
ΠΗΓΗ: www.monde-diplomatique.gr
Από τη Μαρίζα