Tου Άρι Καζάκου
Το
Εργατικό Δίκαιο και ιδίως το Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, όπως άλλωστε και
άλλοι κλάδοι δικαίου, έχουν σήμερα το status «δικαίου κατεχόμενης
χώρας». Στο Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο το Μνημόνιο ΙΙ (Π.Υ.Σ. 6 /
28.2.2012) έπληξε ....
με χειρουργικά χτυπήματα το δίκαιο των συλλογικών
συμβάσεων εργασίας και της διαιτησίας, αφήνοντας άθικτο, μέχρι στιγμής,
τον βασικό συνδικαλιστικό νόμο (1264/1982). Διανύσαμε διακόσια χρόνια
διαφωτισμού και Εργατικού Δικαίου μέχρις την επιστροφή μας σε ένα
καθεστώς εργασιακών σχέσεων που μοιάζουν με αυτές των απαρχών της
ιστορίας του Εργατικού Δικαίου:
Κυρίαρχος
διαπλαστικός παράγοντας των όρων εργασίας γίνεται και πάλι η ατομική
σύμβαση εργασίας, έστω και υπό τον μανδύα της επιχειρησιακής συλλογικής
σύμβασης εργασίας που συνάπτει ο εργοδότης με ένωση προσώπων, αυτή την
καρικατούρα συνδικαλιστικής οργάνωσης. Η ισορροπία του συστήματος
συλλογικών διαπραγματεύσεων και ρυθμίσεων (συλλογικές συμβάσεις εργασίας
και διαιτησία) καταστρέφεται, ο νομοθέτης επιβάλλει τη λήξη των
συλλογικών συμβάσεων και των διαιτητικών αποφάσεων, με τον ίδιο τρόπο
καταργείται η μετενέργεια των συλλογικών συμβάσεων, το κενό ρύθμισης που
δημιουργείται πληρούται με ατομικές συμβάσεις εργασίας. Με την
κατάργηση του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία
εξουδετερώνεται ο επικουρικός μηχανισμός της συλλογικής αυτονομίας που
διασφάλιζε τη θέσπιση συλλογικών ρυθμίσεων και την απώθηση της βίας της
ατομικής διαπραγμάτευσης.
Η
Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την απόφαση 668/2012
απέρριψε μεν τις αιτήσεις ακύρωσης κατά του πρώτου Μνημονίου, έθεσε
ωστόσο με τη σκέψη 35 ένα όριο για τα νομοθετικά μέτρα περιορισμού
συνταγματικών δικαιωμάτων: Με τα μέτρα μείωσης μισθών και συντάξεων δεν
πρέπει να παραβιάζεται το όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης που επιβάλλει το
άρθρο 2 παρ. 1 Σ. Όμως οι υλικοί όροι αξιοπρεπούς εργασίας και
διαβίωσης, το πραγματικό αντίκρισμα της συνταγματικής επιταγής για
σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου, έχουν παραβιαστεί στην
Ελλάδα προ πολλού. Η απονομή δικαιοσύνης από τα δικαστήρια, η
αποτελεσματική λειτουργία του κοινωνικού κράτους δικαίου και του
πολιτικού συστήματος αποτελούν, εκτός των άλλων, και μηχανισμούς
απορρόφησης της εγγενούς στην κοινωνία βίας. Όταν αυτό δεν συμβαίνει και
ο νόμος έχει πλέον μοναδικό συστατικό του τον καταναγκασμό (βία), η
εξέλιξη των πραγμάτων είναι προβλέψιμα ζοφερή. Η παράλληλη επιλογή των
πολιτών να υπερασπιστούν τα ατομικά και κοινωνικά τους δικαιώματα
αυτοδυνάμως παραμένει ανοιχτή και αναπόφευκτη, αν η κοινωνία αρνηθεί την
ισοπέδωση που επιβάλλει η πολιτική των δανειστών της χώρας μας.
Κατά τον
χρόνο που γράφονται αυτές οι γραμμές αναμένεται η απόφαση της Ολομέλειας
του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των αιτήσεων ακύρωσης της ΓΣΕΕ και
άλλων συνδικαλιστικών οργανώσεων κατά της Π.Υ.Σ. 6 / 28.2.2012. Αν
επιβεβαιωθεί η πληροφορία ότι το δικαστήριο, με μεγάλη μάλιστα
πλειοψηφία των μελών του, έκρινε αντισυνταγματική την κατάργηση του
δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, θα καταγραφεί μια μεγάλη
νίκη της κοινωνίας. Η έκβαση αυτής της δίκης θα έχει τεράστια σημασία
για την υπόσταση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων αλλά και για
την ύπαρξη των πολιτών της χώρας, που είναι στενά συνυφασμένη με την
τύχη των πληττόμενων συνταγματικών δικαιωμάτων τους. Οι θεμελιώδεις
διατάξεις του Συντάγματος δεν έχουν αλλάξει (ούτε μπορούν άλλωστε να
αλλάξουν), οι λοιπές υπερνομοθετικής ισχύος πηγές, π.χ. του Χάρτη
Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ομοίως. Στην ιεραρχία των
πηγών δικαίου το Σύνταγμα εξακολουθεί να αποτελεί κριτήριο και μέτρο των
υποκείμενων κανόνων. Και οι μνημονιακοί νόμοι υπόκεινται στις
θεμελιώδεις επιταγές του Συντάγματος.
Το
ερώτημα βρίσκεται στα χείλη πολλών: Ποιο είναι το μέλλον του Εργατικού
Δικαίου; Σε ποιο βαθμό εξακολουθεί να υπάρχει σήμερα Εργατικό Δίκαιο; Η
απάντηση είναι απλή: Όσο η εργασία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με τους
κανόνες που ισχύουν για τη μίσθωση π.χ. ενός αλόγου, το Εργατικό
Δίκαιο, παρά τα πλήγματα που υφίσταται, θα εξακολουθήσει να υπάρχει. Ο
γενικός νόμος της αντιθετικότητας, η «έρις», και η ανάγκη των ανθρώπων
θα το κρατήσουν και θα το ενισχύσουν. Οι αξίες που στηρίζουν το Εργατικό
Δίκαιο αποτελούν όρους ύπαρξης των ανθρώπων, έχουν δοκιμαστεί στον
χρόνο και εγγραφεί στέρεα στις συνειδήσεις τους και στη συλλογική μνήμη
της ανθρωπότητας, γι΄ αυτό άλλωστε και έχουν προικιστεί με συνταγματική
και υπερνομοθετική ισχύ.
Με ποιες
ιστορικές σταθερές διεκδικείται, δημιουργείται και αναδημιουργείται το
Εργατικό Δίκαιο; Για να θυμηθούμε τον «σκοτεινό» φιλόσοφο της αρχαίας
Ελλάδας, τον Ηράκλειτο: «Ειδέναι δε χρη τον πόλεμον εόντα ξυνόν, και
δίκην έριν, και γινόμενα πάντα κατ΄ έριν και χρεών». Στην απόδοση της
Έλλης Παπά (Ο Πλάτωνας στην εποχή μας, 1980, επανέκδ.: 2012, σελ. 150): Ο
«πόλεμος» (η αντιθετικότητα) είναι γενικός νόμος, η «έρις» είναι
συνώνυμη με τη δικαιοσύνη, όλα γίνονται από την αντίθεση και την ανάγκη.
Η έρις και η ανάγκη είναι πάντοτε παρούσες.
Ο Άρις Καζάκος διδάσκει εργατικό δίκαιο στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ
Από Ενθέματα Αυγής, Κυριακή 14-4-2013
Πηγή: apnet.gr