του Χρήστου Αλωνιστιώτη
Κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους έχουμε γίνει μάρτυρες
προσχεδιασμένων πολιτικών κυρίως από τη Γερμανία, η οποία προσπαθεί με
κάθε τρόπο να ισχυροποιήσει τη θέση της όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά στην
παγκόσμια πολιτική, οικονομική και... γεωπολιτική σκακιέρα.
Οι κινήσεις της Γερμανίας όλο αυτό το χρονικό διάστημα μπορεί να την έχουν φέρει στο στόχαστρο όλων, αλλά σε αυτό το “παιχνίδι” κερδίζει είτε ο ισχυρός είτε ο τολμηρός. Και παρόλο που δεν υπάρχει αμφιβολία για το ποιος είναι ο ισχυρός, μέχρι σήμερα δε βρέθηκε κανένας που θα παίξει το ρόλο το τολμηρού. Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία ήταν πολύ μικρές για να παίξουν αυτό το ρόλο, παρά το γεγονός ότι στην περίπτωση της Ελλάδας υπήρχαν όλα εκείνα τα πλεονεκτήματα που την καθιστούσαν ισχυρή όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις.
Όμως πλέον οι προκλήσεις είναι ακόμα μεγαλύτερες. Σταδιακά εισέρχονται σε κατάσταση “απειλής” όλο και μεγαλύτερες χώρες, με σημαντικά αυξημένη βαρύτητα για την Ευρωζώνη όπου θα μπορούσαν πιο εύκολα να παίξουν το ρόλο του τολμηρού. Εκτιμούμε ότι πλέον θα πρέπει να δούμε την κατάσταση σε σχέση με το τι πραγματικά ενδιαφέρει κάθε χώρα, στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί.
Καταρχήν, εκτιμούμε ότι η Γερμανία θα είναι πάντα στη θέση του ισχυρού, με το συμφέρον της να είναι αυτό το οποίο θα πρέπει να μπει πάνω από όλα. Αν αναλογιστούμε τις επίσημες δηλώσεις της Μέρκελ και άλλων Γερμανών αξιωματούχων, η θέση της Γερμανίας είναι η προστασία του ευρώ. Η θέση αυτή αναμένουμε ότι θα παραμείνει αμετάβλητη αλλά αυτό που θα αλλάξει είναι ο τρόπος με τον οποίο η Γερμανία θα επιχειρεί να προστατέψει το ευρώ. Μέχρι τώρα, το βάρος είχε αναλάβει να σηκώσει ο Γερμανός φορολογούμενος. Από εδώ και στο εξής όμως, το βάρος θα φύγει από το Γερμανό αλλά και τον Ευρωπαίο φορολογούμενο και θα το σηκώσουν επενδυτές και καταθέτες.
Πάνω σε αυτή την πάγια γερμανική θέση και στάση απέναντι στην κρίση, κάθε άλλη χώρα θα πρέπει να διαπραγματευτεί προκειμένου να ικανοποιήσει και τις δικές της απαιτήσεις. Η Γαλλία θα πρέπει να σταθμίσει τις ενέργειές της έτσι ώστε η επόμενη ημέρα στην Ευρώπη να τη βρει και πάλι δίπλα σε έναν ισχυρό σύμμαχο.
Ιταλία και Ισπανία παραμένουν τα μεγαλύτερα ερωτηματικά. Ένα κοινό στοιχείο που έχουν αυτές οι δυο χώρες, είναι ότι σε καμία περίπτωση δεν θα θελήσουν να «υποταχθούν» σε κάποιο μνημόνιο. Το βασικό μέλημα αυτών των δυο χωρών είναι να διασφαλίσουν δύο σημαντικά στοιχεία: ότι δεν θα υποστούν “γερμανοποίηση” και ότι θα καταφέρουν με κάποιο τρόπο να διατηρήσουν χαμηλό το κόστος δανεισμού τους.
Για την ώρα έχουν εξασφαλιστεί και τα δύο αλλά είναι προφανές ότι αυτό δεν θα διαρκέσει για πολύ. Δεδομένης της κατάστασης που επικρατεί στις δυο αυτές χώρες, φαίνεται ότι η τεχνητή μείωση του κόστους δανεισμού συμβαίνει προκειμένου να υπάρξει μια κάμψη σε κάποιες από τις αντιστάσεις που προβάλει η Ιταλία και η Ισπανία στις γερμανικές απαιτήσεις.
Για να διατηρηθεί το κόστος δανεισμού σε χαμηλά επίπεδα, θα πρέπει πάση θυσία το χρέος να μην αυξηθεί περαιτέρω. Άρα η Ιταλία και η Ισπανία, αν θελήσουν να διατηρήσουν την αυτονομία τους, εφαρμόζοντας μεταρρυθμιστικά μέτρα, αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο μέσα από το νέο μοντέλο το οποίο προωθεί η Γερμανία.
Οι κινήσεις της Γερμανίας όλο αυτό το χρονικό διάστημα μπορεί να την έχουν φέρει στο στόχαστρο όλων, αλλά σε αυτό το “παιχνίδι” κερδίζει είτε ο ισχυρός είτε ο τολμηρός. Και παρόλο που δεν υπάρχει αμφιβολία για το ποιος είναι ο ισχυρός, μέχρι σήμερα δε βρέθηκε κανένας που θα παίξει το ρόλο το τολμηρού. Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία ήταν πολύ μικρές για να παίξουν αυτό το ρόλο, παρά το γεγονός ότι στην περίπτωση της Ελλάδας υπήρχαν όλα εκείνα τα πλεονεκτήματα που την καθιστούσαν ισχυρή όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις.
Όμως πλέον οι προκλήσεις είναι ακόμα μεγαλύτερες. Σταδιακά εισέρχονται σε κατάσταση “απειλής” όλο και μεγαλύτερες χώρες, με σημαντικά αυξημένη βαρύτητα για την Ευρωζώνη όπου θα μπορούσαν πιο εύκολα να παίξουν το ρόλο του τολμηρού. Εκτιμούμε ότι πλέον θα πρέπει να δούμε την κατάσταση σε σχέση με το τι πραγματικά ενδιαφέρει κάθε χώρα, στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί.
Καταρχήν, εκτιμούμε ότι η Γερμανία θα είναι πάντα στη θέση του ισχυρού, με το συμφέρον της να είναι αυτό το οποίο θα πρέπει να μπει πάνω από όλα. Αν αναλογιστούμε τις επίσημες δηλώσεις της Μέρκελ και άλλων Γερμανών αξιωματούχων, η θέση της Γερμανίας είναι η προστασία του ευρώ. Η θέση αυτή αναμένουμε ότι θα παραμείνει αμετάβλητη αλλά αυτό που θα αλλάξει είναι ο τρόπος με τον οποίο η Γερμανία θα επιχειρεί να προστατέψει το ευρώ. Μέχρι τώρα, το βάρος είχε αναλάβει να σηκώσει ο Γερμανός φορολογούμενος. Από εδώ και στο εξής όμως, το βάρος θα φύγει από το Γερμανό αλλά και τον Ευρωπαίο φορολογούμενο και θα το σηκώσουν επενδυτές και καταθέτες.
Πάνω σε αυτή την πάγια γερμανική θέση και στάση απέναντι στην κρίση, κάθε άλλη χώρα θα πρέπει να διαπραγματευτεί προκειμένου να ικανοποιήσει και τις δικές της απαιτήσεις. Η Γαλλία θα πρέπει να σταθμίσει τις ενέργειές της έτσι ώστε η επόμενη ημέρα στην Ευρώπη να τη βρει και πάλι δίπλα σε έναν ισχυρό σύμμαχο.
Ιταλία και Ισπανία παραμένουν τα μεγαλύτερα ερωτηματικά. Ένα κοινό στοιχείο που έχουν αυτές οι δυο χώρες, είναι ότι σε καμία περίπτωση δεν θα θελήσουν να «υποταχθούν» σε κάποιο μνημόνιο. Το βασικό μέλημα αυτών των δυο χωρών είναι να διασφαλίσουν δύο σημαντικά στοιχεία: ότι δεν θα υποστούν “γερμανοποίηση” και ότι θα καταφέρουν με κάποιο τρόπο να διατηρήσουν χαμηλό το κόστος δανεισμού τους.
Για την ώρα έχουν εξασφαλιστεί και τα δύο αλλά είναι προφανές ότι αυτό δεν θα διαρκέσει για πολύ. Δεδομένης της κατάστασης που επικρατεί στις δυο αυτές χώρες, φαίνεται ότι η τεχνητή μείωση του κόστους δανεισμού συμβαίνει προκειμένου να υπάρξει μια κάμψη σε κάποιες από τις αντιστάσεις που προβάλει η Ιταλία και η Ισπανία στις γερμανικές απαιτήσεις.
Για να διατηρηθεί το κόστος δανεισμού σε χαμηλά επίπεδα, θα πρέπει πάση θυσία το χρέος να μην αυξηθεί περαιτέρω. Άρα η Ιταλία και η Ισπανία, αν θελήσουν να διατηρήσουν την αυτονομία τους, εφαρμόζοντας μεταρρυθμιστικά μέτρα, αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο μέσα από το νέο μοντέλο το οποίο προωθεί η Γερμανία.