Η επιστολή μίας 20χρονης Γαλλίδας
φοιτήτριας προς τον πρόεδρο Ολάντ, που μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω,
αναδεικνύει πόσο κοινά είναι τα προβλήματα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών,
αλλά και πόσο δραματικά...
εξελίσσεται το χάσμα των γενεών στην Ευρώπη μέσα
από την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, ώστε να είναι πολύ πιθανό να
μετατραπεί είτε σε μαζική φυγή των νέων από την ήπειρο, είτε σε
εκτεταμένες βίαιες συγκρούσεις.
“κ. Πρόεδρε της Δημοκρατίας,
Κατ ‘αρχάς, επιτρέψτε μου να
συστηθώ: Λέγομαι Clara G., είμαι 20 ετών και δευτεροετής φοιτήτρια της
Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Αν σας γράφω είναι για να σας
εξηγήσω γιατί θα ήθελα να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου εκτός Γαλλίας. Όπως
άλλωστε και η πλειοψηφία των νέων Γάλλων, εξάλλου, σύμφωνα με τα
αποτελέσματα της έρευνας για το W-Cie που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο. Στην
ερώτηση: “Αν μπορούσες, θα άφηνες τη Γαλλία για να ζήσεις σε άλλη
χώρα?”, το 50% των νέων ηλικίας 18-24 ετών και το 51% της ηλικιακής
ομάδας 25-34 ετών είπε ναι, έναντι 22% για εκείνους που είναι άνω των 65
ετών.
Βλέπετε, οι καιροί αλλάζουν. Οι
παππούδες μου είχαν το ’68 τη ροπή της επανάστασης, εγώ τώρα έχω τη ροπή
της μετανάστευσης. Οι παππούδες μου, που έχουν σήμερα μια ευτυχισμένη
συνταξιοδότηση στο μικρό σπίτι τους στην περιοχή Limousin, ονειρεύονταν
τη μετατροπή της γαλλικής κοινωνίας, ενώ εγώ πιστεύω μόνο στη διαφυγή
από αυτή.
Αυτό μάλλον θα σας σοκάρει, αλλά
πρώτα απ’ όλα θα το πράξω για λόγους που έχουν να κάνουν με τα
δημοσιονομικά. Δεν είναι για τον ίδιο λόγο που το έκανε ο πρώην υπουργός
σας ο Jerome Cahuzac, μπορώ να σας διαβεβαιώσω γι’ αυτό, αλλά απλά
γιατί δε θα ήθελα να εργαστώ σε όλη μου τη ζωή για να πληρώνω τους
φόρους που θα εξυπηρετήσουν τα 1.900 δισ. χρέους που είχε την καλοσύνη
να μας αφήσει για κληρονομιά η γενιά σας. Αν τα δάνεια αυτά είχαν
τουλάχιστον χρησιμεύσει για να επενδυθούν και να σχεδιάσουν το μέλλον
της χώρας, αν είχα την εντύπωση ότι είμαι σε θέση να κερδίσω έστω και
λίγο από αυτά, δεν θα μου προκαλούσε κανένα πρόβλημα το να επιστραφούν.
Αλλά το μόνο που έκαναν ήταν να επιτρέψουν στη γενιά σας να ζήσει πάνω
από τις δυνατότητές της, να της εξασφαλίσουν μια γενναιόδωρη κοινωνική
πρόνοια, την οποία εγώ δεν πρόκειται ποτέ να ζήσω. Χρησιμοποιώντας μία
λέξη από την καθημερινή ζωή, θα έλεγα «καλομαθημένα γερόντια», αλλά
φοβάμαι ότι η λέξη μπορεί να σας προσβάλλει.
Με τη δουλειά μου και τους φόρους
μου, θα πρέπει επίσης να πληρώσω τη σύνταξή σας, που δε μπήκατε στον
κόπο να εξασφαλίσετε, αλλά και το σύνολο των δαπανών για την υγεία και
τις εξαρτήσεις όλων αυτών των ηλικιωμένων που, σε λιγότερο από είκοσι
χρόνια, θα είναι η πλειοψηφία στη χώρα. Έτσι, τί εισόδημα θα μου
περισσεύει για να μπορέσω να ζήσω κάπως άνετα και να αναθρέψω και τα
παιδιά μου; Διάβασα πριν από λίγες ημέρες μια μελέτη του οικονομολόγου
Patrick Artus που με έκανε να νιώσω ένα ρίγος να μου διαπερνά το κορμί:
“Με το χαμηλό δυναμικό ανάπτυξης και με δεδομένη τη γήρανση του
πληθυσμού, γράφει, οι νέοι Γάλλοι έχουν ως μόνη προοπτική το να
υποβληθούν σε συνεχή στασιμότητα της αγοραστικής τους δύναμης κατά τη
διάρκεια της επαγγελματικής τους ζωής.” Παραδεχτείτε ότι αυτή δεν είναι
μία και τόσο πολύ ευχάριστη προοπτικής ζωής.
Αλλά το πιο θλιβερό πράγμα είναι να
γνωρίζω ακριβώς τι θα γίνει στη ζωή μου, αν τελικά παραμείνω στη Γαλλία.
Μόλις αποφοιτήσω και αφού διαπιστώσω πόσο άχρηστα είναι τα όμορφα
πτυχία μου, κατά πάσα πιθανότητα θα ενταχθώ στις τάξεις των νέων ανέργων
που περιμένουν να προσληφθούν σε προγράμματα stage και πρακτικής
εξάσκησης. Θα είμαι, όπως λένε και οι ειδικοί, νομίζω, η “μεταβλητή
προσαρμογής” σε μια αγορά εργασίας η οποία έχει σκοπίμως επιλέξει να
αποκλείει τους νέους για να προστατεύει τους μισθωτούς που έχουν ήδη τις
θέσεις εργασίας. Με αυτές τις μικρές επισφαλείς και κακοπληρωμένες
θέσεις εργασίας, θα είναι αδύνατο να πείσω μια τράπεζα να μου δώσει ένα
στεγαστικό δάνειο για να αγοράσω ένα διαμέρισμα στο Παρίσι. Και αν, με
κάποιο είδος απίθανου θαύματος, κέρδιζα πολλά χρήματα, ξέρω εκ των
προτέρων ότι όχι μόνο θα έπρεπε να επιστρέψω τα περισσότερα ως φόρο,
αλλά ότι επίσης θα γινόμουν αντιπαθής γενικά για τους συμπολίτες μου και
θα αντιμετώπιζα τη γενική καταφρόνηση.
Αυτός είναι ο λόγος, κύριε Πρόεδρε,
που νομίζω ότι πρέπει να φύγω από τη Γαλλία. Επίσης, να γιατί - ο
παρεμπιπτόντως γοητευτικός – υπουργός Εσωτερικών, Manuel Valls, θα
έπρεπε να ανησυχεί λιγότερο για τους κινδύνους που προκύπτουν από την
υποδοχή μεταναστών σε σχέση με αυτούς που μπορεί να προκύψουν από τη
μετανάστευση των νέων της χώρας. Και πού θα μπορούσε να πάει κάποιος;
Πιθανώς στη Γερμανία, που όπως λέτε είναι λάθος, αλλά φαίνεται να είναι
μια χώρα που έχει ακόμα εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Ή ακόμη πιο μακριά,
στον Καναδά, ή στην Αυστραλία. Ή σε μια αναπτυσσόμενη χώρα. Στην Αφρική,
γιατί όχι;
Άρα – όπως αναφέρει και η τελευταία
δημοσκόπηση του ViaVoice – είμαι σαν όλους τους άλλους νέους Γάλλους.
Δεν βλέπω καμία απειλή από την παγκοσμιοποίηση, αλλά αντιθέτως τη βλέπω
ως ευκαιρία. Αλλά σίγουρα αυτή δε βρίσκεται εδώ στη Γαλλία, η οποία
ασκεί τον προστατευτισμό και όπου οι υπουργοί σας και οι σοσιαλιστές
σύντροφοί σας περνούν το χρόνο τους λέγοντας ότι είναι το απόλυτο κακό,
εμποδίζοντάς με έτσι να επωφεληθώ από αυτή. Οπότε ναι, θέλω να ζήσω
σε μια χώρα όπου υπάρχει ανάπτυξη, όπου οι μισθοί αυξάνουν, όπου το να
είναι κάποιος πλούσιος δεν θεωρείται θανάσιμο αμάρτημα, ειδικά σε μια
χώρα όπου υπάρχει η αίσθηση τόσο ατομικά όσο και συλλογικά ότι το αύριο
θα είναι καλύτερο από το σήμερα.
Μπορείτε να μου πείτε ότι μου λείπει
το πιο βασικό αίσθημα αυτό της εθνικής αλληλεγγύης, ότι είμαι τρομερά
υλίστρια και τελείως εγωίστρια. Αυτό ίσως να έχει κάποια δόση αλήθειας.
Αλλά ο εγωισμός μου δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τον εγωισμό των
προκατόχων σας και του δικού σας, που θυσίασαν τη γενιά μας σπαταλώντας
δημόσιο χρήμα για να αποφύγουν να λάβουν τις δύσκολες αποφάσεις.
Σκέφτηκα λοιπόν ότι ο κ. Holland
θέλει να “ταρακουνήσει τα πράγματα”, θέλει να δώσει κάποια ελπίδα στους
νέους ανθρώπους που δε μπορούν να ζήσουν άλλωστε χωρίς αυτή. Είδα όμως
ότι σήμερα, παρά τις μεγάλες πύρινες ομιλίες που είχατε κάνει προς τη
νεολαία, μέσα σε ένα χρόνο η Γαλλία είναι σα να έχει γεράσει κατά δέκα
χρόνια. Είναι ακραίο, είναι παγερό, είναι κάτι που μας σαπίζει με τη
μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα. Τι κρίμα! Τι χάλι!
Αυτά θα ήθελε να σας πει, κύριε Πρόεδρε, μία κακή πολίτης σαν κι εμένα και σύντομα μετανάστρια.“