Του Θέμη Τζήμα
Ο όρος Βατερλό δεν είναι τυχαίος, παρότι ενέχει ένα στοιχείο
υπερβολής: μετά την πρωτοφανή ήττα των καθηγητών και συνολικά του
συνδικαλιστικού χώρου, το πλαίσιο της όποιας σύγκρουσης δεν μπορεί να
είναι ξανά το ίδιο. Ή θα αλλάξει ριζικά με πρωτοβουλία της...
βάσης των εργαζομένων και των κινημάτων ή δε θα υπάρξει καν απόπειρα σύγκρουσης των δυνάμεων που υφίστανται τις συνέπειες της κρίσης με το μνημονιακό πόλο, δηλαδή με το κατεστημένο της χώρας.
βάσης των εργαζομένων και των κινημάτων ή δε θα υπάρξει καν απόπειρα σύγκρουσης των δυνάμεων που υφίστανται τις συνέπειες της κρίσης με το μνημονιακό πόλο, δηλαδή με το κατεστημένο της χώρας.
Ποτέ όμως μέχρι σήμερα, τουλάχιστον τις πολλές τελευταίες δεκαετίες δεν υπήρξε τέτοια κωμικοτραγική μεθόδευση που να ισοπεδώνει την αξιοπιστία του συνδικαλισμού. Να προκηρύσσεται μια απεργία με εξαιρετικά συγκρουσιακό χαρακτήρα, οι οργανώσεις βάσεις του συνδικάτου να την υπερψηφίζουν με καταλυτικά ποσοστά, η ηγεσία ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ να αφήνει ακάλυπτους τους εργαζομένους και έπειτα η ηγεσία του συνδικάτου, παίρνοντας πάσα από τη φιλοκυβερνητική απόφαση ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ να ακυρώνει τις αποφάσεις της βάσης που η ίδια προκάλεσε.
Δηλαδή, οι μεν τριτοβάθμιες ενώσεις από τη μια να συντάσσονται έμπρακτα με την κυβερνητική γραμμή ότι δε γίνονται απεργίες εν μέσω πανελλαδικών- αλήθεια αύριο γιατί να μη συνταχθούν και με την άποψη ότι δε γίνονται απεργίες εν μέσω της μακράς τουριστικής περιόδου της χώρας;- η δε ηγεσία του συνδικάτου- με τη συμμετοχή μάλιστα και μιας ανοήτως φοβικής παράταξης που πρόσκειται στην αξιωματική αντιπολίτευση- να αναγνωρίζει το λιγότερο ότι ξεκίνησε για μια μάχη μεγάλης έντασης χωρίς ούτε μια σφαίρα στο όπλο της, σύροντας τον κλάδο στην ταπείνωση και χαρίζοντας έναν περίπατο στην κυβέρνηση. Η άλλη βεβαίως εκτίμηση είναι ότι είχε πουλήσει ήδη την απεργία και έψαχνε την απεμπλοκή της.
Οι αρνητικές επιδράσεις των παραπάνω πολλαπλασιάζονται λόγω της συγκυρίας: δεν πρόκειται απλά για μια αποτυχημένη απεργία ακόμα αλλά για μια εντυπωσιακή ήττα που έπεται μιας σειράς αποτυχημένων, κατετμημμένων απεργιών. Για ένα κρίκο στην αλυσίδα αποτυχιών του συνδικαλιστικού κινήματος να εμφανίσει έστω ένδοξες ήττες, που να του διασφαλίζουν μια “ηθική” δικαίωση, πολλώ δε μάλλον νίκες, εν μέσω της θύελλας που σαρώνει τη χώρα, ενώ και τα υπόλοιπα κοινωνικά κινήματα δείχνουν αδύναμα αν όχι εξουδετερωμένα- χαρακτηριστικό παράδειγμα το φοιτητικό κίνημα.
Συμπέρασμα δεύτερο: Η συνδικαλιστική ηγεσία των εργαζομένων έχει από καιρό τελειώσει. Δεν αναφέρομαι μόνο στα πρόσωπα αλλά κυρίως στον τρόπο λειτουργίας των συνδικάτων και στη νοοτροπία που τα διέπει. Έχει ενσωματωθεί πλήρως στο κατεστημένο όχι μόνο ή κυρίως λόγω των συγκεκριμένων προσώπων και της αλλοτρίωσής τους αλλά εξαιτίας της λογικής των συνδικάτων που είναι πλέον παρωχημένη.
Μετά το ’81- όχι παράλογα και εν πολλοίς πετυχημένα ως προς ορισμένες επιδιώξεις τους- τα συνδικάτα διέπονταν από τη διαμεσολαβητική νοοτροπία που περνούσε μέσα από την εναλλαγή κινητοποιήσεων, σπάνια γενικού πολιτικού και μετωπικού χαρακτήρα αλλά κυρίως κλαδικού και από τη διεκδίκηση μέσα από το ρόλο τους στο προνομιακό κόμμα έκφρασής τους που ήταν το ΠΑΣΟΚ. Αυτή η νοοτροπία εκφράστηκε κατεξοχήν μέσα από τη λειτουργία του κοινωνικού εταίρου και με ορισμένες συνθήκες ακόμα, κυρίως την πλημμυρίδα φθηνού δανεικού χρήματος διασφάλισε μια ορισμένη άνοδο του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Από την άλλη φυσικά αλλοτρίωσε τα ίδια τα συνδικάτα και εν τέλει τους αφαίρεσε όποια κινηματική διάσταση είχαν.
Σήμερα, οι συνθήκες για να επιτελέσουν το διαμεσολαβητικό τους ρόλο δεν υφίστανται. Δεν υπάρχει κανείς πρόθυμος να διαπραγματευτεί μαζί τους, ούτε κυβερνητικό κόμμα που να θέλει και να μπορεί να επιτύχει για αυτά έστω τις πλέον ανώδυνες κλαδικές τους επιδιώξεις. Στη μνημονιακή Ελλάδα, δηλαδή στην Ελλάδα της επόμενης 30ετίας αν δεν αλλάξει κάτι δραστικά δεν υπάρχει χώρος για συνδικαλισμό, συλλογικές συμβάσεις, δικαιώματα και εργασία πλην αυτής που ταιριάζει σε μια ειδική οικονομική ζώνη με ενδημική, τεράστια ανεργία.
Αδύναμες, αμήχανες, αλλοτριωμένες και ελεγχόμενες, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες υποκρίνονται ότι δε βλέπουν την αλλαγή αυτή, εξ ου και υφίστανται διαδοχικές ήττες και απαξίωση.Το ζήτημα βέβαια δεν είναι ότι απαξιώνονται οι ηγεσίες αλλά ο ίδιος ο θεσμός και ότι οι εργαζόμενοι μένουν ολοένα πιο απροστάτευτοι.
Συμπέρασμα τρίτο: ο αφελής βολοντάρισμος για μια επανάσταση που όλο κοντοζυγώνει και όλο χάνεται εξαιτίας κάποιας προδοσίας σκορπίζει μόνο απογοήτευση στις διαρκώς συρρικνούμενες ζωντανές και δημιουργικές δυνάμεις της αριστεράς και της κοινωνίας. Πρώτα απ’ όλα είναι αφελές να περιμένει κανείς ούτως ή άλλως από δυνάμεις που καταγγέλλει ως συμβιβασμένες να υλοποιήσουν μέχρι τέλους μια ρήξη, παρότι η συμπεριφορά της ηγεσίας της ΟΛΜΕ όντως ξεπερνά κάθε προηγούμενο. Αυτό που θα μπορούσε η αριστερά να κάνει είναι να αξιοποιήσει προς όφελός της τα πρώτα έστω δειλά βήματα τέτοιων δυνάμεων.
Το μεγάλο ερώτημα λοιπόν που πρέπει να την απασχολήσει- όλη την αυτοπροσδιοριζόμενη ως αριστερά με αντιμνημονιακό και αντισυστημικό πρόσημο- είναι γιατί αδυνατεί να οργανώσει συνθήκες ρήξης, σταδιακά δε ακόμα και σύγκρουσης. Μετά την αρχική προκήρυξη της απεργίας των εκπαιδευτικών, η αριστερά πέρα από διάφορες στομφώδεις δηλώσεις δεν μπόρεσε να κινητοποιήσει ούτε ένα φοιτητικό σύλλογο, ούτε ένα σωματείο εργαζομένων, ούτε μια δομή αλληλεγγύης, ούτε φυσικά να οργανώσει κάποια σημαντική συγκέντρωση αλληλεγγύης.
Έκανε ό,τι συνήθως: κάποιες σχετικά μικρές πορείες και μια ορισμένη παρουσία στις συγκεντρώσεις των εργαζομένων που σε τίποτα όμως δεν έδειχναν μια γενικότερη κοινωνική κινητοποίηση.
Και έτσι φτάνουμε στο τέταρτο συμπέρασμα: κάθε δύναμη που θεωρεί ότι από προοδευτική και αριστερή σκοπιά τίθεται στον αντίποδα της μνημονιακής στρατηγικής πρέπει να σκεφτεί σοβαρά τί κάνει λάθος. Διότι είτε επειδή η ελληνική κοινωνία είναι τόσο απελπισμένη που είναι διατεθειμένη να αγκαλιάσει την αυταπάτη του ελληνικού “success story”, όπως αναλύει ο Στέλιος Κούλογλου, είτε επειδή υπό τη μακρόχρονη επίδραση ισχυρών κατασταλτικών και πλέον του φόβου και της πραγματικότητας της φτώχειας έχει εν πολλοίς παθητικοποιηθεί και φτάνει να εκφράζει ένα μικροαστικό αντισυστημισμό διά της Χρυσής Αυγής, το πρόβλημα είναι ότι η εν γένει αριστερά δεν κινείται ούτε αποτελεσματικά- δηλαδή δεν εμπνέει τη βεβαιότητα ότι κομίζει μια ρεαλιστική εναλλακτική στρατηγική- ούτε ριζοσπαστικά- δηλαδή δεν απειλεί σε τίποτα την ευστάθεια του συστήματος.
Κάνοντας, ό,τι συνήθως, η αριστερά απλά υποκύπτει στο δικό της κομφορμισμό και στη δική της γραφειοκρατικοποίηση. Οφείλει αν θέλει να εξακολουθεί να υπάρχει και να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο να θέσει τα κατεξοχήν ερωτήματα; ποια στρατηγική εξόδου από την κρίση μπορεί να βγάλει το λαό από το αδιέξοδο και να του δώσει προοπτική νίκης; ποια είναι τα μέσα πάλης που μπορούν να έχουν μαζικότητα προς αυτήν την κατεύθυνση; ποιά είναι τα χαρακτηριστικά ενός συλλογικόυ υποκειμένου που θα μπορούσε να τραβήξει μπροστά στα παραπάνω; ποιές είναι οι νέες μέθοδοι δουλειάς στην κοινωνική βάση ώστε να αποκτήσει μαζικά χαρακτηριστικά;
Φωτογραφία: Παναγιώτης Τζαμάρος/ FosPhotos
Πηγή:http://tvxs.gr