Του ΣΤΑΘΗ*
Προσπαθώ να μην απομνημονεύσω το όνομα, να μη συνειδητοποιήσω το πρόσωπο - διότι δεν αντέχεται. Δεκαεννιά χρονώ και να χαθείς για ένα εισιτήριο της μιάμισης δραχμής - δεν αντέχεται. Κι ύστερα πάλι λέω, σφίξε τα δόντια, μην την κοπανάς απ’ την πραγματικότητα - δεν αντέχεται να είσαι η μάνα αυτού του παιδιού, να είσαι ο πατέρας, αλλά μάθε το όνομά του, μάθε την ηλικία του, μάθε για ....
τους φίλους του και για τα όνειρά του και κλάψε. Θρήνησε τον Θανάση Καναούτη, τα δεκαεννιά του χρόνια - πήγαινε πίσω στα δικά σου δεκαεννιά χρόνια και πένθησε για τη ζωή που δεν έζησες έκτοτε. Οχι, εσύ! - συγγνώμην, εγώ. Οι άνθρωποι πενθούν για να λυτρωθούν. Αυτό το πένθος όμως δεν λυτρώνει. Εχει σωρευτεί πολύ άδικο σ’ αυτόν τον τόπο κι αυτό το πένθος υποχρεώνει σε οργή, σε ανάγκη για εξιλασμό. Διότι δεν αφορά μόνον στον θάνατο του Θανάση Καναούτη, αλλά σε ένα κλίμα πάνω και μέσα στην κοινωνία που ενσωματώνει τέτοιους θανάτους, τους δικαιολογεί σχεδόν ως «παράπλευρες απώλειες» ενός μοχθηρού κι αρπακτικού καθεστώτος μιζέριας που πια είναι ο μονόδρομος της ζωής μας.
Αυτόν τον θάνατο του μυαλού και της καρδιάς, που μπορεί να ανέχεται τον όντως θάνατο να κυκλοφορεί ανάμεσά μας σαν να ’ναι ένας από μας, σηματοδοτεί ο θάνατος του Θανάση, των δεκαεννιά χρονών του, της ανεργίας του, της δικής του διαδρομής πάνω στη Γη, του δικού του μερτικού στο θαύμα της ζωής.
Αν το παιδί αυτό -το δικό σου, το δικό μου παιδί- προπηλακίσθηκε, ταπεινώθηκε, δάρθηκε και σπρώχτηκε έξω απ’ το λεωφορείο ή αν πήδηξε μόνο του από ντροπή, απελπισία ή αηδία, θα το βρει η Δικαιοσύνη - αν και συχνά η τυφλή αυτή θεσμοθεά είναι απλώς μια φενάκη του ονόματός της.
Αν ο εθελοντής-ελεγκτής, που παίρνει ένα εικοσάρι προμήθεια για κάθε πρόστιμο που επιβάλλει, μπορεί να κάνει αυτήν τη δουλειά χωρίς να του ξυνίζει ο χυλός που τρώει, ή αν πιστεύει ότι «καμμιά δουλειά δεν είναι ντροπή», είναι δικό του πρόβλημα. Αν φέρθηκε στον Θανάση Καναούτη με τον ίδιο σκαιό τρόπο που πολλοί εθελοντές-ελεγκτές φέρονται στους πολίτες, τι ευθύνη να ’χει, όταν δήμιοι, ντήλερ όπλων ή ναρκωτικών καθώς και νταβατζήδες ή τραπεζίτες φέρονται χειρότερα;
Διότι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα μιας κοινωνίας που δεν μπορεί να πενθήσει την κατάντια της για να λυτρωθεί απ’ αυτήν. Ο καθένας είναι μόνος του - κι ό,τι τον βρει, τον βρήκε! Η «κακιά στιγμή»! – πριν να τον «πιάσει» ο ελεγκτής, ο Θανάσης δεν ήταν «τζαμπατζής», δεν θα... εξέθετε με τον θάνατό του και την κυρία Λένα Διβάνη που χρησιμοποίησε αυτήν την ατυχή(!) έκφραση. Αν δεν τον «πιάνανε» τον Θανάση, θα συνέχιζε ο δύστυχος τη ζωή του χωρίς το στίγμα του τζαμπατζή, ήσυχος μέσα στην ανεργία του, τη δυσπραγία του, χωρίς να ενοχλεί κανέναν, ούτε καν τον κ. Στουρνάρα.
Γράφω, αλλά δεν αντέχω αυτό που έγινε - μια ακόμα «περίπτωση»! Οπως οι «περιπτώσεις» αυτοκτονιών - πώς το έλεγε η κυρία Αλ Σάλεχ του είδους Διβάνη; Πολλοί άνθρωποι έχουν μέσα τους μιαν αυτοκτονική τάση! ε, σου ενεργοποιεί αυτήν την τάση μια ατυχής στιγμή και πάει και το παλιάμπελο!
Απλά πράγματα, «κάθε φτωχός και η μοίρα του», η αυτοκτονία του, η πτώση από το λεωφορείο του, η ζαρντινιέρα που θα τον βρει στο κεφάλι - τι τα ψάχνουμε τώρα; Αμα σου λέει η ελίτ που σου έχει κάτσει στο σβέρκο για «τζαμπατζήδες», «τεμπέληδες», «διεφθαρμένους» και κάθε είδους άλλους άξιους της μοίρας τους, εσύ τι είσαι; λαϊκιστής και θέλεις να ρίξεις μια φουσκιά στο σβέρκο σου, να λιώσεις αυτό το γαμημένο έντομο που όχι μόνον σου πίνει το αίμα, αλλά σου βρίζει κιόλας τον θυμό, δηλαδή το μυαλό και την καρδιά.
Ναι, λυπάμαι και κλαίω -κι ας γράφω- διότι κι άλλους ακόμα, μετά τον Θανάση θα κλάψουμε. Οπως και πολλούς πριν απ’ αυτόν. Και είναι εις μάτην η ευχή «άλλο παιδί μετά το δικό μου, ας μην το εύρει το κακό», διότι πολλούς ακόμα αυτό το κακό θε να βρει. Διότι αυτό το κακό δεν είναι μια κακιά στιγμή, αλλά στέρεο, διαρκές και θεσμοθετημένο. Ψηφίζεται από την πλειοψηφία με νόμους στη Βουλή, όταν σου κόβουν το μισθό, σου παίρνουν τη δουλειά, σε βγάζουν απ’ το σπίτι σου. Αυτό το κακό μπορεί να συμβεί στον καθένα ανά πάσαν στιγμή, είναι προμελετημένο και εν ψυχρώ οργανωμένο, δεν έχει έλεος. Σε σκοτώνει και σε φτύνει κι από πάνω. Τζαμπατζή, μαζί τα φάγαμε, σου λέει. Ας έβαζες κι εσύ, σαν τον Γιωργάκη, το δάχτυλό σου στη ρόδα του ποδηλάτου, να πέσεις - θα ’ταν μικρό το κακό. Εσένα όμως σ’ ανάγκασε η ανωτέρα βία ενός εντόμου ή η αξιοπρέπειά σου να πέσεις από το λεωφορείο, ο κ. Σαμαράς λοιπόν σου φταίει ή ο κ. Βενιζέλος; Ασε που αυτοί οι δύο, κι άλλοι όπως αυτοί οι δύο, είναι ικανοί να συλλυπηθούν την οικογένειά σου για τον θάνατο που σου κατασκεύασαν. Είναι ικανοί, όπως κάθε φορά που σκοτώνουν, να σου ζητήσουν «να μην εκμεταλλευτείς πολιτικά» τον θάνατό σου.
Πολλά χρόνια τώρα πολύς θάνατος σωρεύθηκε στην επικράτεια, που πλέον επικράτεια δεν είναι αλλά προτεκτοράτο. Θάνατος ελπίδων, σχεδίων για τη ζωή, τρόπων ζωής - δεν είναι πλασμένοι οι άνθρωποι για να ζουν με τόσον θάνατο γύρω τους κι άλλους τόσους θανάτους μικρούς ή μεγάλους μέσα τους.
Ο τρόπος που κυβερνήθηκε η χώρα απ’ τον Ανδρέα Παπανδρέου και τους επιγόνους του πρέπει πλέον να αποκοπεί απ’ το σώμα της χώρας - το απονεκρώνει. Η ιδιώτευση, ο νεοφιλελευθερισμός, η διαπλοκή, το πελατειακό κράτος, η πολιτισμική εξαχρείωση, η υποτέλεια και η ταξική ιδιοτέλεια εξακολουθούν να κυβερνούν τη χώρα· Και να την αποτελειώνουν. Το διαίρει και βασίλευε, ο θάνατός σου η ζωή μου, η άθλια προπαγάνδα, η ιδεολογική τρομοκρατία, είναι οι τρόποι μιας πολιτικής θανατηφόρας, τόσον που ο θάνατος να αποτελεί πλέον μιαν απλή στατιστική των καθημερινών μας απωλειών.
Αυτή η τραγωδία αν δεν βρει την κάθαρσή της, θα συνεχίσει να παράγει θάνατο, να απονεκρώνει την καθημερινή μας ζωή, να τη μετατρέπει σε βίον αβίωτο. Και η μόνη κάθαρση που μπορεί να συμβεί είναι η αποκοπή της χώρας απ’ τον τρόπο που κυβερνήθηκε και κυβερνάται.
*Δημοσιεύθηκε στο "enikos.gr" την Τρίτη 20 Αυγούστου 2013
Από: iskra.gr