22 Μαΐ 2014

Εργαζόμενοι Φτωχοί: Tο εργασιακό μοντέλο Μέρκελ - Σαμαρά

Στον απόηχο της δημοσίευσης των στοιχείων της Eurostat για την ανεργία στην ΕΕ τον Ιούλιο του 2013, ο Laszlo Andor, Ευρωπαίος Επίτροπος Απασχόλησης, Κοινωνικών Υποθέσεων και Ένταξης διατύπωσε μια σειρά παρατηρήσεων, οι οποίες συμπεριλήφθηκαν στο...
υπόμνημα 13/759 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με ημερομηνία 30 Αυγούστου 2013.

"Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι πολλές χώρες έχουν καταφέρει να μειώσουν ελαφρώς την εποχικά προσαρμοσμένη ανεργία... Αλλά είναι απαράδεκτο το γεγονός ότι πάνω από 26.6 εκ. άτομα που αναζητούν εργασία εξακολουθούν να είναι χωρίς δουλειά στην ΕΕ (19,2 εκατομμύρια στην ευρωζώνη), εκ των οποίων περισσότερα από 5,5 εκατομμύρια άτομα ηλικίας κάτω των 25 ετών (3,5 εκατομμύρια στη ζώνη του ευρώ)", αναφέρει στο σχετικό υπόμνημα ο Ευρωπαίος Επίτροπος Απασχόλησης προσθέτοντας: "Θα είμαστε σε θέση να μιλήσουμε για μια ισχυρή ανάκαμψη όταν η οικονομία της ΕΕ δημιουργεί 200-300 χιλ. νέες θέσεις εργασίας κάθε μήνα, χρόνο με το χρόνο. Και σαφώς, μια πραγματικά ισχυρή ανάκαμψη στον τομέα της εργασίας δεν πρέπει να βασίζεται σε συμβάσεις μηδενικών ωρών ή μακροχρόνιες μίνι - εργασίες. Μόνο αν οι εργαζόμενοι έχουν μια αξιοπρεπή διαβίωση και μπορούν να αγοράσουν ό, τι άλλοι πωλούν, θα θα μπορέσει να επιστρέψει μία πραγματικά θετική δυναμική στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας."

Η γερμανική μεταρρύθμιση της ελληνικής αγοράς εργασίας

Η αναφορά του Επιτρόπου Απασχόλησης στις 'μίνι - εργασίες', στις συμβάσεις μηδενικών ωρών και στην ανάγκη εξασφάλισης μίας αξιοπρεπούς διαβίωσης για τους εργαζόμενους δεν είναι συμπτωματική καθώς η γερμανική πολιτική προωθεί για την ευρωζώνη ένα εργασιακό μοντέλο με αυτά τα χαρακτηριστικά, βασισμένο στην δραστική μείωση των μισθών και στη διατήρηση τους σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, σε μία προσπάθεια αύξησης της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας και μείωσης της ανεργίας μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων σε δουλειές 'πείνας'.

Αυτή, ακριβώς, η πολιτική αποτυπώθηκε, μεταξύ άλλων, στις προτάσεις που το πολιτικό γραφείο Μέρκελ έστειλε λίγες ημέρες πριν τις γερμανικές εκλογές στο Παρίσι, προκαλώντας τη σφοδρή αντίδραση του Γάλλου υπουργού Κοινωνικών ΥποθέσεωνBenoit Hamon ο οποίος κατά τη διάρκεια συνέντευξης του στο BBC κατηγόρησε τη γερμανική κυβέρνηση για την εργασιακή της πολιτική σημειώνοντας ότι επιθυμεί ένα οικονομικό μοντέλο που δε θα βασίζεται σε έναν ανταγωνισμό 'για το ποιος μπορεί να πληρώσει του εργαζόμενους τα λιγότερα'. "Θέλω η Γερμανία να έχει μία κοινωνική πολιτική όπου η ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται από δουλειές που πληρώνουν 400 ευρώ το μήνα" είπε ο Benoit Hamon αναφερόμενος στο εθνικά καθορισμένο ανώτατο όριο αποδοχών των 'mini-jobs' της Γερμανίας.
 
Εργαζόμενοι φτωχοί: Η νέα ευρωπαϊκή κοινωνική τάξη - Mini & midi jobs
Ακολουθώντας μία πολιτική πολύ χαμηλών μισθών και επιβάλλοντας την, αρχικά, στις χώρες υπό 'διάσωση' και στη συνέχεια στις χώρες υπό ευρωπαϊκή επιτήρηση, η Γερμανία εξωθεί με σταθερά και συντονισμένα βήματα και τα υπόλοιπα κράτη της Ευρώπης των 27 στην υιοθέτηση αντίστοιχων εργασιακών πολιτικών προκειμένου να αντέξουν στον ανταγωνισμό.

Βασικός πυλώνας του γερμανικού εργασιακού μοντέλου είναι η δημιουργία και ανάπτυξη των λεγόμενων mini και midi-jobs, ο αρχικός σχεδιασμός των οποίων προήλθε από τον προκάτοχο της Μέρκελ στην Καγκελαρία, Schroeder, ο οποίος με την"Agenda 2010" επεδίωξε να δώσει κίνητρα αλλά και να πιέσει τους ανειδίκευτους και άπορους ανέργους να επιστρέψουν στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, η Μέρκελ μετέτρεψε σε εθνική μία εργασιακή πολιτική η οποία είχε υιοθετηθεί, αρχικά, για μία μικρή κοινωνική ομάδα, με αποτέλεσμα το 2013, περίπου το 20% των εργαζομένων στη Γερμανία να απασχολούνται σε mini-jobs με εθνικά καθορισμένο ανώτατο μισθό σε αυτές τα 400 - 450 ευρώ (αναλόγως του αν η πρόσληψη πραγματοποιήθηκε πριν ή μετά την 01/01/13).

Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ένας εξίσου μεγάλος αριθμός εργαζομένων απασχολούνται σε midi-jobs, δηλαδή σε θέσεις εργασίας με περιορισμένες αλλά περισσότερες ώρες απασχόλησης από αυτές των mini-jobs και με εθνικά καθορισμένο ανώτατο μισθό τα 800-850 ευρώ αλλά και δεδομένου του μεγάλου αριθμού εργαζομένων σε δουλειές με πενιχρούς μισθούς καθώς στη Γερμανία δεν υπάρχει εθνικά καθορισμένος κατώτατος μισθός, έχει οδηγήσει στο παράδοξο η Γερμανία να αποτελεί την τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου αλλά το μισό εργατικό δυναμικό της να ζει με χαμηλές είτε πολύ χαμηλές απολαβές.

Στα πρώτα πέντε χρόνια της διακυβέρνησης Μέρκελ, οι χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας αυξήθηκαν τρεις φορές περισσότερο από τις κανονικά αμειβόμενες, ενώ μέχρι το 2011 οι προσωρινές και χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας στη Γερμανία ήταν τριπλάσιες σε αριθμό απ' ότι δέκα χρόνια νωρίτερα. Η Μέρκελ διατήρησε μέχρι το 2013 τον ανώτερο μισθό των mini-jobs στα 400 ευρώ και των midi-jobs στα 800 ευρώ, για να προχωρήσει σε αύξηση του ανώτατου μισθού σε αυτές τις δουλειές κατά 50 ευρώ μόλις το 2013, με σχετική 'μεταρρύθμιση' που ψηφίστηκε από τη Γερμανική Βουλή στις 25 Οκτωβρίου 2012.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο ΟΟΣΑ, ο ΔΟΕ και το ΔΝΤ έχουν ζητήσει επανειλημμένα από το Βερολίνο να εγκαταλείψει την πολιτική υπερβολικά χαμηλών μισθών ώστε να δώσει ώθηση στην εσωτερική κατανάλωση για να κάνει ευκολότερο για τις υπόλοιπες χώρες τις ευρωζώνης να εξάγουν τα προϊόντα τους διατηρώντας φυσιολογικά επίπεδα μισθών, ενώ ο Ευρωπαίος Επίτροπος Απασχόλησης, Laszlo Andor, προειδοποίησε τον Απρίλιο του 2013 ότι αν η Γερμανία δεν αλλάξει πολιτική και αν αντίθετα αυτή υιοθετηθεί και από άλλα ευρωπαϊκά κράτη τότε η Ευρώπη θα κινδυνεύσει με διάλυση. Αλλά η απάντηση της γερμανικής κυβέρνησης είναι ότι πρέπει οι υπόλοιποι να μειώσουν τους μισθούς και όχι να τους αυξήσει η ίδια.

Η γερμανική μεταρρύθμιση των mini & midi - jobs οδηγός για την Ελλάδα και την ΕΕ
Με τη μεταρρύθμιση των mini και midi - jobs της 25 Οκτωβρίου 2012, η Μέρκελ προχώρησε σε απαραίτητες βελτιώσεις ώστε να κατασκευάσει ένα πρότυπο για την εφαρμογή τους στην Ελλάδα και την ευρωζώνη. 'Έκανε υποχρεωτική την ασφάλιση των αμειβομένων με 400 ευρώ και πάνω διατηρώντας το αφορολόγητο τους και καθόρισε το ύψος της ασφαλιστικής συνδρομής στο 18,9% των απολαβών, με τον εργοδότη να υποχρεούται να καταβάλει το 15% και τον εργαζόμενο το υπόλοιπο 3,9%.
Επιπλέον, τοποθετώντας ένα εθνικά καθορισμένο ανώτατο όριο απολαβών για τις midi jobs στα 850 ευρώ και καθιστώντας υποχρεωτική τη φορολόγηση και την πληρωμή ασφαλιστικών συνδρομών στους εργαζομένους σ' αυτές, καθόρισε έμμεσα τόσο για τις λιγότερο όσο και για τις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ το πλαφόν των απολαβών στη συντριπτική πλειοψηφία των δικών τους έμμισθων εργασιών.
Αφορολόγητη μικροεργασία & μικροδουλειές με μειωμένες ασφαλιστικές υποχρεώσεις
Η εισαγωγή των mini και midi-jobs στην Ελλάδα (και αλλού στην ευρωζώνη) έχει ήδη αρχίσει να πραγματοποιείται άτυπα εξαιτίας των δραματικών συνθηκών εργασίας που έχουν δημιουργηθεί από την κρίση και τη λιτότητα και αυτό κάνει ευκολότερο το στόχο της επίσημης υιοθέτησης τους με τη μία ή την άλλη μορφή, με τη χρήση διάφορων προσχημάτων, μεταξύ των οποίων και αυτό της δημιουργίας θέσεων εργασίας ολικώς η μερικώς απαλλαγμένων από φορολογικά βάρη και με μειωμένες ασφαλιστικές υποχρεώσεις τόσο για τον εργαζόμενο όσο και για τον εργοδότη.
 
Καθορισμός ανώτατου μισθού
Προκειμένου να εξασφαλιστούν τα μειωμένα φορολογικά και ασφαλιστικά βάρη των εργαζομένων σε μικροδουλειές, θα πρέπει να καθοριστεί ένας ανώτατος μισθός γι' αυτές. Η γερμανική κυβέρνηση αναμένει πως ο μισθός αυτός θα λειτουργήσει αποπληθωριστικά για τους υπόλοιπους μισθούς πιέζοντας τους, συνολικά, χαμηλότερα. Ο καθορισμός ανώτατου μισθού θεωρείται από τη Γερμανία πως θα λειτουργήσει, επιπλέον, αποτρεπτικά της κατοχής δύο mini-jobs αφού σε μία τέτοια περίπτωση θα αίρονται οι φορολογικές και ασφαλιστικές ελαφρύνσεις μειώνοντας σημαντικά το όφελος από τη δεύτερη μικροεργασία..
 
Μερική κατάργηση ή de facto κατάργηση κατώτατου μισθού
Σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η Γερμανία δεν έχει εθνικά καθορισμένο κατώτατο μισθό με τη Γερμανίδα Καγκελάριο Μέρκελ να πρεσβεύει, μέχρι πρόσφατα, ότι είναι παράλογο το κράτος να ορίζει τον κατώτατο μισθό και ότι αντίθετα είναι η αγορά που γνωρίζει καλύτερα πώς να πράξει, δίκαια, κάτι τέτοιο. Το αποτέλεσμα της έλλειψης κατώτατου μισθού στη Γερμανία είναι η δημιουργία ενός εργασιακού περιβάλλοντος εκμετάλλευσης πολλών εργαζομένων, με κέντρα ευρέσεως εργασίας να έχουν καταγγείλει πως έχουν καταγραφεί απολαβές ακόμη στα 26 σεντς την ώρα για καθαρίστριες ξενοδοχείων στην Ανατολική Γερμανία, και με πληθώρα δημοσιευμάτων στο γερμανικό και το διεθνή τύπο να αναφέρουν παραδείγματα εξωφρενικά χαμηλών ωρομισθίων στη Γερμανία, με υπαλλήλους γραφείου να λαμβάνουν 1,37 ευρώ την ώρα, ξενοδοχειακούς υπαλλήλους να λαμβάνουν 2,54 ευρώ την ώρα και εργαζομένους σε υπηρεσίες σίτισης να λαμβάνουν 1,59 ή 1,55 ευρώ την ώρα ανάλογα με το πόστο τους.

Ως τμήμα πολιτικής συμφωνίας με το SPD, το 2014 εγκρίθηκε, σε πρώτο στάδιο, ο καθορισμός κατώτατου μισθού στα 8,50 ευρώ την ώρα με στόχο η εφαρμογή του να ξεκινήσει από το 2015. Όμως, ο κατώτατος μισθός δε θα ισχύει για τους νέους, για τους εργαζόμενους 'προσωρινά', για τους εκπαιδευόμενους ή του μακροπρόθεσμα ανέργους για τους πρώτους έξι μήνες εργασίας, για τους εποχιακούς εργαζομένους κλπ. Με απλά λόγια, για ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού ο κατώτατος μισθός δε θα υπάρχει, ενώ θα είναι στη διακριτική ευχέρεια του εργοδότη να εξαντλήσει στο έπακρο τα 'παράθυρα' στο συγκεκριμένο θέμα προκειμένου να εξασφαλίσει στο μέγιστο δυνατό την αποφυγή πληρωμής κατώτατου μισθού.

Μία σύμφωνα με τα γερμανικά πρότυπα ρύθμιση του εθνικά καθορισμένου κατώτατου μισθού στην Ελλάδα έχει, ήδη, συντελεστεί σε ένα βαθμό και η ολοκλήρωση του βρίσκεται μέσα στα πλαίσια μίας πολιτικής καθολικής 'μεταρρύθμισης' της ελληνικής αγοράς εργασίας.
 
Αντικατάσταση λιγότερων "κανονικών εργαζόμενων" με πιο πολλούς φτωχούς εργαζόμενους
Μία γρήγορη ματιά στα στοιχεία για την ανεργία στη Γερμανία προκαλεί θαυμασμό, καθώς με ποσοστό ανεργίας στο 5,4% κατέχει τη δεύτερη καλύτερη θέση στην Ευρώπη των 27, πίσω μόνο από τη μικροσκοπική Αυστρία (4,6%). Μία δεύτερη ανάγνωση των στοιχείων της ανεργίας , ωστόσο, φανερώνει ότι το γερμανικό εργασιακό θαύμα οφείλεται σε πολύ σημαντικό βαθμό στον επίσημο τρόπο υπολογισμού της απασχόλησης, ο οποίος προσμετρά πολλούς κατόχους mini-jobs και θέσεων μερικής απασχόλησης οι οποίοι αν και επιθυμούν δε βρίσκουν θέσεις πλήρους απασχόλησης.

Πράγματι, σύμφωνα με μία έρευνα της γερμανικής κυβέρνησης το ένα τρίτο των εργαζόμενων σε mini-jobs αναζητούν εργασία με περισσότερες ώρες απασχόλησης αλλά αδυνατούν να βρουν. Υπολογίζοντας ότι οι εργαζόμενοι σε mini-jobs στη Γερμανία αντιστοιχούν στο 20% του συνολικού εργατικού δυναμικού και πως τουλάχιστον το ένα τρίτο αυτών θα επιθυμούσε μία εργασία πλήρους απασχόλησης αλλά δε μπορεί να τη βρει και ως εκ τούτου δε θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται στα επίσημα ποσοστά απασχόλησης, το πραγματικό ποσοστό ανεργίας στη Γερμανία αυξάνεται περίπου στο 11%, πλησιάζοντας το μέσο όρο της ευρωζώνης. Το ποσοστό της γερμανικής ανεργίας αυξάνεται θεαματικά πάνω από το 11% αν εξαιρεθούν από το εμφανιζόμενο ως απασχολούμενο ενεργό εργατικό δυναμικό όσοι Γερμανοί εργάζονται με μισθούς φτώχειας γιατί δεν βρίσκουν κανονική δουλειά.

Προσμετρώντας, ωστόσο, τους φτωχούς εργαζόμενους και τους ημιαπασχολούμενους σε αδιέξοδες δουλειές πείνας στο εργατικό δυναμικό πλήρους απασχόλησης της Γερμανίας, η Καγκελάριος Μέρκελ πέτυχε να εμφανίσει μείωση της ανεργίας περισσότερο από 60% από το 2006 μέχρι το 2013 και αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο αναμένεται να επιχειρηθεί η μείωση, στους αριθμούς, της ανεργίας και στην Ελλάδα.

Για την Καγκελάριο Μέρκελ αυτό που προέχει δεν είναι η εξασφάλιση μίας αξιοπρεπούς διαβίωσης για τους εργαζομένους αλλά η αύξηση της απασχόλησης και του ανταγωνισμού και η μείωση της ανεργίας μέσω της αντικατάστασης ενός μικρότερου εργατικού δυναμικού με κανονικές απολαβές από ένα μεγαλύτερο με πολύ χαμηλότερες των κανονικών απολαβές.

Με αυτόν τον τρόπο, όμως, δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί ρεαλιστικά η ελληνική κρίση ανεργίας ούτε να ευνοηθεί ουσιαστικά η ανάπτυξη αλλά το πιθανότερο είναι πως η Ελλάδα θα καταλήξει να νομιμοποιήσει αδιέξοδες και χωρίς προοπτική εργασίες και να θυσιάσει στο βωμό μίας υποτιθέμενης 'ευέλικτης' αγοράς εργασίας όχι μόνο τα στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα των Ελλήνων εργαζομένων αλλά και το δικαίωμα και την ελπίδα τους για μία αξιοπρεπή διαβίωση.
 
*Πάνος Παναγιώτου, Επικεφαλής Αναλύσεων, iPolitics.gr

Πηγή:http://www.tvxs.gr