Η μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των πλουσίων και των φτωχότερων πολιτών
τους θα μπορούσε να συμβάλει να αυξηθεί ο ρυθμός της οικονομικής
ανάπτυξης τους, σημείωσε σε έκθεσή του η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα
σήμερα ο Οργανισμός... Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και
κάλεσε τις εθνικές κυβερνήσεις να λάβουν τα απαραίτητα (προς αυτή τη
κατεύθυνση) μέτρα.
Ο διεθνής οικονομικός οργανισμός με έδρα το Παρίσι σημειώνει στην έκθεσή του ότι το μεγάλο εισοδηματικό χάσμα έχει «αρνητικές και στατιστικά σημαντικές συνέπειες» για την ανάπτυξη, αφού το διευρυνόμενο χάσμα πλουσίων-φτωχών συχνά απλώς αποκρύπτει τη μείωση του εισοδήματος για τους πάντες, πλην των πλουσιότερων.
Ο παράγοντας εκείνος που έχει «τις μεγαλύτερες συνέπειες στην ανάπτυξη είναι η διεύρυνση του χάσματος μεταξύ της κατώτερης μεσαίας τάξης και των φτωχών νοικοκυριών σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία», αναφέρεται στην έκθεση, η οποία βασίζεται ιδίως σε προσαρμοσμένα για τη συγκυρία δεδομένα μιας περιόδου 30 ετών από τις βιομηχανικά ανεπτυγμένες και τις πολύ ανεπτυγμένες οικονομίες.
«Έπεται το ότι οι πολιτικές για τη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων δεν θα έπρεπε να επιδιωχθούν μόνο για να βελτιωθούν τα κοινωνικά αποτελέσματα, αλλά και για να διατηρηθεί η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη» τονίζεται στην έκθεση.
Για να μειωθούν οι ανισότητες, οι χώρες πρέπει να επενδύσουν στην εκπαίδευση και να αναδιανείμουν πλούτο μέσω της φορολογίας και άλλων μεταβιβάσεων, προστίθεται στην έκθεση του ΟΟΣΑ. Ο διεθνής οργανισμός τονίζει ότι από τα στοιχεία που διαθέτει δεν προκύπτει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι αναδιανεμητικές πολιτικές έβλαψαν την ανάπτυξη, όταν σχεδιάστηκαν και εφαρμόστηκαν σωστά.
Ο ΟΟΣΑ επισήμανε ακόμη πως κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών και έως το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2009, ο αθροιστικός ρυθμός ανάπτυξης θα ήταν από 6 έως 9 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερος στην Ιταλία, τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής εάν στις χώρες αυτές δεν είχαν διευρυνθεί οι εισοδηματικές ανισότητες.
Αντίθετα, σε χώρες όπως η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιρλανδία πριν από την οικονομική κρίση, τα καλύτερα επίπεδα οικονομικής ισότητας βοήθησαν στην ενίσχυση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κατά κεφαλή.
Από το 1980 όταν το πλουσιότερο κομμάτι της κοινωνίας κέρδιζε 7 φορές περισσότερα χρήματα από αυτά που κέρδιζαν οι φτωχότεροι, το χάσμα μεταξύ φτωχών και πλουσίων διευρύνεται συνεχώς. Το 2014 στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες το χάσμα διευρύνθηκε και έφθασε στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 30 ετών: το 10% των πιο πλούσιων κερδίζει περίπου 9,5 φορές περισσότερα από ότι κερδίζει το 10% των πιο φτωχών, ανέφερε ο ΟΟΣΑ.
Οι επιπτώσεις των ανισοτήτων μεταξύ πλουσίων και φτωχών επανήλθαν στο προσκήνιο εν μέρει λόγω ενός βιβλίου του Γάλλου οικονομολόγου Τομά Πικετί, ο οποίος επισήμανε πως το χάσμα ανάμεσα στους πιο πλούσιους και τους πιο φτωχούς διευρύνεται εδώ και δεκαετίες στη Δύση.
Ο διεθνής οικονομικός οργανισμός με έδρα το Παρίσι σημειώνει στην έκθεσή του ότι το μεγάλο εισοδηματικό χάσμα έχει «αρνητικές και στατιστικά σημαντικές συνέπειες» για την ανάπτυξη, αφού το διευρυνόμενο χάσμα πλουσίων-φτωχών συχνά απλώς αποκρύπτει τη μείωση του εισοδήματος για τους πάντες, πλην των πλουσιότερων.
Ο παράγοντας εκείνος που έχει «τις μεγαλύτερες συνέπειες στην ανάπτυξη είναι η διεύρυνση του χάσματος μεταξύ της κατώτερης μεσαίας τάξης και των φτωχών νοικοκυριών σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία», αναφέρεται στην έκθεση, η οποία βασίζεται ιδίως σε προσαρμοσμένα για τη συγκυρία δεδομένα μιας περιόδου 30 ετών από τις βιομηχανικά ανεπτυγμένες και τις πολύ ανεπτυγμένες οικονομίες.
«Έπεται το ότι οι πολιτικές για τη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων δεν θα έπρεπε να επιδιωχθούν μόνο για να βελτιωθούν τα κοινωνικά αποτελέσματα, αλλά και για να διατηρηθεί η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη» τονίζεται στην έκθεση.
Για να μειωθούν οι ανισότητες, οι χώρες πρέπει να επενδύσουν στην εκπαίδευση και να αναδιανείμουν πλούτο μέσω της φορολογίας και άλλων μεταβιβάσεων, προστίθεται στην έκθεση του ΟΟΣΑ. Ο διεθνής οργανισμός τονίζει ότι από τα στοιχεία που διαθέτει δεν προκύπτει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι αναδιανεμητικές πολιτικές έβλαψαν την ανάπτυξη, όταν σχεδιάστηκαν και εφαρμόστηκαν σωστά.
Ο ΟΟΣΑ επισήμανε ακόμη πως κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών και έως το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2009, ο αθροιστικός ρυθμός ανάπτυξης θα ήταν από 6 έως 9 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερος στην Ιταλία, τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής εάν στις χώρες αυτές δεν είχαν διευρυνθεί οι εισοδηματικές ανισότητες.
Αντίθετα, σε χώρες όπως η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιρλανδία πριν από την οικονομική κρίση, τα καλύτερα επίπεδα οικονομικής ισότητας βοήθησαν στην ενίσχυση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κατά κεφαλή.
Από το 1980 όταν το πλουσιότερο κομμάτι της κοινωνίας κέρδιζε 7 φορές περισσότερα χρήματα από αυτά που κέρδιζαν οι φτωχότεροι, το χάσμα μεταξύ φτωχών και πλουσίων διευρύνεται συνεχώς. Το 2014 στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες το χάσμα διευρύνθηκε και έφθασε στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 30 ετών: το 10% των πιο πλούσιων κερδίζει περίπου 9,5 φορές περισσότερα από ότι κερδίζει το 10% των πιο φτωχών, ανέφερε ο ΟΟΣΑ.
Οι επιπτώσεις των ανισοτήτων μεταξύ πλουσίων και φτωχών επανήλθαν στο προσκήνιο εν μέρει λόγω ενός βιβλίου του Γάλλου οικονομολόγου Τομά Πικετί, ο οποίος επισήμανε πως το χάσμα ανάμεσα στους πιο πλούσιους και τους πιο φτωχούς διευρύνεται εδώ και δεκαετίες στη Δύση.