«Κούρεμα» γενναίο και με την… ψιλή θέλει να πετύχει η εταιρεία Lazard
που έχει αναλάβει ρόλο συμβούλου της κυβέρνησης για το δημόσιο χρέος και
τη δημοσιονομική διαχείριση.
Τα κορυφαία στελέχη της, πίσω από τις κλειστές ....
πόρτες και στις κατ’
ιδίαν πρώτες συναντήσεις με ανώτατους κυβερνητικούς παράγοντες, όπως
αποκαλύπτει το «Ποντίκι», πιστεύουν ότι, για να καταστεί το χρέος
βιώσιμο, πρέπει να «πέσει» στα 224 δισ. ευρώ!
Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι με βάση τα σημερινά δεδομένα το δημόσιο
χρέος θα πρέπει να «κουρευτεί» τουλάχιστον κατά 100 δισ. ευρώ, για να
μπορέσει να ανασάνει η χώρα, οι πολίτες και η αγορά και να υπάρξουν
πόροι για την ανάπτυξη, την ανάσχεση της ανεργίας και τη δημιουργία νέων
θέσεων εργασίας.
Η ανάθεση στη Lazard, εξάλλου, της κατάρτισης της έκθεσης βιωσιμότητας
του ελληνικού χρέους δεν ήταν τυχαία, αφού στόχο έχει να πιέσει τους
δανειστές για τη λήψη μέτρων τα οποία θα μειώσουν το βάρος πληρωμών
τόκων και χρεολυσίων για μια σειρά ετών.
Απώτερη δε επιδίωξη είναι η διαγραφή μέρους του χρέους από τους
δανειστές, βασικά από τις χώρες της ευρωζώνης και τον EFSF ή εναλλακτικά
η μείωση να επιτευχθεί μέσω της επιμήκυνσης και της μείωσης ή του
μηδενισμού του επιτοκίου.
Ο… κουρέας
Δεν είναι τυχαίες άλλωστε οι προ ημερών δηλώσεις του αντιπροέδρου της
Lazard Ματιέ Πιγκάς, ο οποίος είχε ταχθεί υπέρ ενός «κουρέματος» του
ελληνικού χρέους, την ώρα μάλιστα που κανείς στην ευρωζώνη δεν θέλει όχι
να ακούει, ούτε να σκέφτεται ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Η άποψη όμως του Πιγκάς ανατρέπει τις θεωρίες των σκληροπυρηνικών
Βορειοευρωπαίων και υπογραμμίζει ότι ένα «κούρεμα» όχι μόνο είναι
αναγκαίο, αλλά είναι και εφικτό, ενώ υποστηρίζει ότι το χρέος που
διακρατείται από τους δημόσιους φορείς πρέπει να «κουρευτεί» κατά 50%!
Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι από τα περίπου 324 δισ. ευρώ που είναι
σήμερα το χρέος θα πρέπει να αναδιαρθρωθεί το περίπου 75% που κρατούν
στα χαρτοφυλάκιά τους η Ε.Ε. και το ΔΝΤ.
Πανοπλία λύσεων
Όσον αφορά ειδικότερα τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να απομειωθεί
το χρέος, υπάρχει μια «πανοπλία» λύσεων, την οποία, σύμφωνα με αναλυτές
και οικονομολόγους, έχει στη διάθεσή της η κυβέρνηση και μπορεί να
χρησιμοποιήσει κατά την κρίσιμη διαπραγμάτευση που αναμένεται να
ξεκινήσει μετά τη συμφωνία για το πρόγραμμα - γέφυρα, το οποίο, εκτός
απροόπτου, θα «κλειδώσει» την ερχόμενη Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου!
Η πρώτη λύση είναι η πιο ριζοσπαστική και δεν είναι άλλη από το
«κούρεμα», που οδηγεί και στην ουσιαστική απομείωση του χρέους. Η
δεύτερη φυσικά έχει να κάνει με την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής
των δανείων και την ταυτόχρονη μείωση των επιτοκίων.
Οποιαδήποτε και από τις δυο λύσεις κι εάν γίνει αποδεκτή, η ουσία είναι
ότι το χρέος θα πρέπει να μειωθεί κατά περίπου 100 δισ. ευρώ, ώστε να
είναι και πάλι σε αποδεκτά επίπεδα που αντιστοιχούν στο 100% ή 120% του
ΑΕΠ, από περίπου 180% του ΑΕΠ που έχει εκτοξευτεί σήμερα.
Με αποδείξεις
Με τα σημερινά δεδομένα, σύμφωνα και με τα επίσημα στοιχεία του Γενικού
Λογιστηρίου του Κράτους αλλά και την τελευταία έκθεση βιωσιμότητας (DSA)
που κατήρτισε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το χρέος δεν είναι
βιώσιμο.
Και αυτό γιατί, όπως προέβλεπε η τότε αντιπολίτευση και σημερινή
κυβέρνηση, στο τέλος του 2014, το χρέος Γενικής Κυβέρνησης ανήλθε σε 318
δισ. ευρώ και στο 177,7% του ΑΕΠ, από 319,1 δισ. ευρώ ή 174,9% του ΑΕΠ
το 2013.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι για το 2015 το ύψος του χρέους προβλέπεται να μειωθεί σε 316,9 δισ. ευρώ ή στο 171,4% του ΑΕΠ.
Για τα επόμενα έτη, η πορεία του χρέους δεν είναι αισιόδοξη, υπό τις
παρούσες συνθήκες, όπως άλλωστε σημειώνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο,
που είναι ένας εκ των δανειστών και η θέση του έχει ιδιαίτερη σημασία.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα όρια βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους
προσδιορίστηκαν στο Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012, σύμφωνα με το
οποίο θα ακολουθούσε μια πτωτική πορεία ώστε το 2020 να διαμορφωθεί στο
124% του ΑΕΠ και το 2022 σε επίπεδα «πολύ κατώτερα του 110% του ΑΕΠ».
Όμως, μόλις το περασμένο καλοκαίρι, το ΔΝΤ προέβη σε νέες εκτιμήσεις για
την εξέλιξη του ελληνικού χρέους, οι οποίες είναι δυσμενέστερες σε
σύγκριση με τις αρχικές. Ειδικότερα, στην τελευταία ανάλυση βιωσιμότητας
του ελληνικού χρέους που πραγματοποίησε το ΔΝΤ, το Ταμείο σημειώνει ότι
με το βασικό και αισιόδοξο σενάριο το ελληνικό χρέος αναμένεται να
διαμορφωθεί στο 128% του ΑΕΠ το έτος 2020 και στο 117% του ΑΕΠ το 2022.
Οι εκτιμήσεις απέχουν αισθητά του αρχικού σεναρίου και στο πλαίσιο αυτό
ζητούσε και ζητεί την υλοποίηση από την πλευρά των Ευρωπαίων εταίρων της
δέσμευσής τους για την απομείωση του ελληνικού χρέους, όπως είχαν
υποσχεθεί τον Νοέμβριο του 2012.
Η αστοχία του σεναρίου εξέλιξης του χρέους αποδίδεται από το ΔΝΤ στον
αποπληθωρισμό και στον εκτροχιασμό των εσόδων από αποκρατικοποιήσεις,
ενώ πρόσθετος αρνητικός παράγοντας είναι η αναθεώρηση του ΑΕΠ από την
ΕΛΣΤΑΤ, το ύψος του οποίου προέκυψε μικρότερο και έτσι αυξήθηκε ο λόγος
του χρέους προς το ΑΕΠ.
Επίσης, μεταξύ των παραγόντων που επηρεάζουν την εξέλιξη του χρέους
είναι βασικά τα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού και οι
αποκρατικοποιήσεις.
Από τη στιγμή όμως που η κυβέρνηση θέτει ως «κόκκινη» γραμμή στους
δανειστές, ως κορυφαίο ζήτημα τη μείωση των στόχων των πρωτογενών
πλεονασμάτων, ώστε να χαλαρώσει η δημοσιονομική πολιτική και να
«αναπνεύσει» η οικονομία και η κοινωνία, το πρόβλημα μεγαλώνει.
Γιατί στην περίπτωση που μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα, η
βιωσιμότητα του χρέους μετατίθεται σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου, εκτός και
εάν παράλληλα γίνει διευθέτηση του δημοσίου χρέους και μειωθεί το
κόστος αποπληρωμής του σε τόκους αλλά και σε χρεολύσια.
Η ιστορία της Lazard
Η Lazard έχει προϊστορία στο ελληνικό χρέος, με πιο πρόσφατη τα δύο PSI
που πραγματοποιήθηκαν το 2012, τα οποία όμως απέτυχαν να ελέγξουν τη
δυναμική του χρέους, λόγος για τον οποίο και τα ηγετικά στελέχη της
τάσσονται και πάλι υπέρ μιας νέας διαγραφής τμήματος του δημοσίου
χρέους.
Για τον λόγο αυτόν εξάλλου και ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Βαρουφάκης
ανακοίνωσε και την ανάθεση στην εταιρεία χρηματοοικονομικών συμβούλων
Lazard του ρόλου του συμβούλου του υπουργείου σε θέματα δημοσίου χρέους
και δημοσιονομικής διαχείρισης.
Γατί απέτυχε το PSI
Το γιατί βέβαια απέτυχαν τα δυο PSI, το 2012, και δεν λύθηκε το πρόβλημα
μέχρι σήμερα έχει ήδη καταγραφεί από την Τράπεζα της Ελλάδος που σε
ειδική έκδοσή της αναφέρει ότι η συνολική μείωση του χρέους κατά 137,9
δισ. ευρώ οδήγησε τελικά σε ένα καθαρό όφελος της τάξεως μόλις των 51,2
δισ. ευρώ.
Το καθαρό μάλιστα όφελος από την αναδιάρθρωση του χρέους μετριάστηκε τόσο σημαντικά, κατά την ΤτΕ, για τους παρακάτω λόγους:
1 Την ανάγκη για ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών με έκδοση νέου χρέους (ύψους 41 δισ. ευρώ εντός του 2012).
2 Τον δανεισμό ύψους 11,3 δισ. ευρώ για την επαναγορά χρέους (τον Δεκέμβριο).
3 Η μείωση της αξίας των ομολόγων που διακρατούσαν τα ελληνικά
ασφαλιστικά ταμεία ή άλλοι φορείς (ύψους 16,2 δισ. ευρώ) δεν οδήγησε σε
μείωση του χρέους, επειδή επρόκειτο για ενδοκυβερνητικό χρέος.
4 Τον δανεισμό 4,5 δισ. ευρώ για την παροχή ομολόγων του EFSF στα
ασφαλιστικά ταμεία ως αντισταθμιστικού οφέλους έναντι της μείωσης των
απαιτήσεων που υπέστησαν.
5 Την ανάγκη για δανεισμό 11,9 δισ. ευρώ για την κάλυψη του ελλείμματος
του 2012 (συμπεριλαμβανομένης της πληρωμής δεδουλευμένων τόκων τον
Φεβρουάριο, αλλά όχι και της επίπτωσης από τη στήριξη τραπεζικών
ιδρυμάτων).
6 Την ανάγκη κάλυψης λοιπών υποχρεώσεων του Δημοσίου (π.χ. πληρωμές στον
ΕΜΣ, πληρωμές παλαιών οφειλών κ.λπ.) συνολικού ύψους 1,9 δισ. ευρώ.
Το σχέδιο για την αναδιάρθρωση
Όλα τα ανωτέρω πιστοποιούν τις λάθος επιλογές και αποφάσεις των
προηγούμενων κυβερνήσεων, που έδεσαν τη χώρα στο «άρμα» των μνημονίων
«βυθίζοντάς» τη στην ύφεση με όλες τις αρνητικές συνέπειες στην
παραγωγή, την κατανάλωση, τις εργασιακές σχέσεις, το ασφαλιστικό.
Επομένως οι παρεμβάσεις πλέον της κυβέρνησης πρέπει να είναι
συγκεκριμένες και προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση, προκειμένου να
αποφύγει την «παγίδα» που έστησαν οι δανειστές στους προηγούμενους.
Κάτι που γνωρίζουν πολύ καλά, πάντως, τα στελέχη του οικονομικού
επιτελείου, τα οποία καταστρώνουν πολύ προσεκτικά το σχέδιο της νέας
απομείωσης που δεν θα ζημιώνει κανέναν.
Με βάση το σχέδιο που εκπονείται, η κυβέρνηση, σε δεύτερη φάση, αμέσως
μετά το πρόγραμμα - γέφυρα, μελετά να προτείνει στους εταίρους μας να
παρέμβουν στα δάνεια του επίσημου τομέα, που υπολογίζονται περίπου σε
218,9 δισ. ευρώ.
Να παρέμβουν δε με τέτοιο τρόπο, ώστε και η Ελλάδα να κερδίσει, αλλά και
οι ίδιοι να καταφέρουν να περάσουν χωρίς αντιστάσεις από τα Κοινοβούλιά
τους την όποια νέα συμφωνία αφού δεν θα επιβαρυνθούν οι φορολογούμενοί
τους.
Συγκεκριμένα, η πρόταση που εξετάζεται, προβλέπει τα εξής:
✶✶ Την επιμήκυνση της διάρκειας των ομολόγων που κατέχει η Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα και οι κεντρικές τράπεζες, συνολικού ύψους 27 δισ.
ευρώ, ώστε να μειωθούν οι άμεσες υποχρεώσεις πληρωμών χρεολυσίων.
✶✶ Την επιμήκυνση της διάρκειας των δανείων του EFSF ύψους 142,9 δισ.
ευρώ (στα 50 χρόνια) και τη σύνδεση της αποπληρωμής τους με ρήτρα
ανάπτυξης.
✶✶ Την έξοδο από το χρέος των κεφαλαίων που καταβλήθηκαν για την
ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (περίπου 25 δισ. ευρώ ή 13 μονάδες του
ΑΕΠ).
✶✶ Το «κούρεμα» των δανείων της ευρωζώνης και του EFSF.
Πηγή: topontiki.gr