Χαρακτηριστική μορφή,
μοναδικός ήχος, βαριά ανωγειανή προφορά. Ο Αντώνης Ξυλούρης, ο γνωστός
Ψαραντώνης, φαίνεται να έχει ξεπεράσει το σοβαρό πρόβλημα υγείας που τον
κούρασε κάπως, αν και μόνο κουρασμένος δεν ακούστηκε. Βιάστηκε,
μάλιστα, να ....
μας διευκρινίσει πως και η λύρα του είναι καλά. «Μιλάμε και με πάει με τον ήχο της όπου θέλει. Καμιά φορά μαλώνουμε κιόλα, πάνω στο ζοριλίκι».
Του θυμίζω πως μία από τις λύρες του εκτίθεται σήμερα στο «World’s First Global Musical Instrument Museum», στο Φοίνιξ της Αριζόνα των ΗΠΑ, όπου και προβάλλεται video με τον ίδιο να παίζει. «Είναι εκεί να τους θυμίζει πως οι ήχοι αυτοί προέρχονται από τους Κουρίτες του Δία. Αυτή είναι η αρχή της μουσικής μας. Οι πρώτοι μουσικοί αυτοί ήταν. Ετούτοι τονε φρόντιζαν τον Δία, τον προστατεύανε. Και για να κάμουνε καλά τη δουλειά τους, παίζανε τα τύμπανα και τις λύρες. Χορεύαν και τους πηδηχτούς και μερεύανε τον Δία, το μικιό τους. Στο Λασίθι, στο Ιδαιον Αντρο, όπου γεννήθηκε. Θέλανε να τον έχουμε καλά, μη μεγαλώσει και ρίχνει μάτι κουζουλό στους ανθρώπους».
Την επόμενη Παρασκευή, για πέντε βραδιές, έρχεται με τη λύρα του στο Half Note, για τη μουσική παράσταση «Του κύκλου τα γυρίσματα». Μαζί του θα είναι και η κόρη του, η Νίκη, και ο δεξιοτέχνης του λαούτου, Γιάννης Παξιμαδάκης. Μέχρι τότε μένει μόνιμα στην Κρήτη, με τη γυναίκα του, την κυρία Κατίνα. Εχει πέντε παιδιά (τον Γιώργη, τον Λάμπη, τη Ρία, τη Μαρία και τη Νίκη) και εφτά εγγόνια.
Συχνά ταξιδεύει για φεστιβάλ στο εξωτερικό, όπου τον καλούν να εκπροσωπήσει την Ελλάδα. Εκεί έχει γνωρίσει πολλούς μεγάλους μουσικούς. Ο Νικ Κέιβ ενθουσιάστηκε μαζί του και τον κάλεσε σε φεστιβάλ στην Αγγλία (2007) και στην Αυστραλία (2009): «Στο εξωτερικό, σμίγουμε όλοι μαζί. Μ’ αγαπούνε πολύ. Δεν τους ξαφνιάζει η εμφάνισή μου, αλλά η μουσική. Τους αρέσει να μ’ ακούν και για μένα είναι σπουδαίο αυτό, γιατί είναι μεγάλοι καλλιτέχνες. “Είναι καλοί” σημαίνει “έχουν ψυχή”, να τον δίνει ο μουσικός από μέσα του τον ήχο. Είναι παγκόσμια γλώσσα η μουσική και αν τη μιλάει ο άλλος καλά, το καταλαβαίνεις όπου κι αν ταξιδέψεις».
Στην Ελλάδα, ανάμεσα στους πρώτους που ανακάλυψαν τον Αντώνη Ξυλούρη ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος θέσπισε ειδικό βραβείο για «μια ισχυρή και ιδιότυπη μουσική προσωπικότητα που παίζει λύρα και ονομάζεται Ψαραντώνης» και τον βράβευσε στον Μουσικό Αύγουστο το 1979, στα Ανώγεια, ως τον «Πρώτο λυράρη της Ελλάδας». Για το βραβείο αυτό, του πρώτου λυράρη, είναι ακόμη πολύ περήφανος. Το 1984 ο Ψαραντώνης έπαιξε στο Βερολίνο, στις εκδηλώσεις για τα 750 χρόνια από την ίδρυση της πόλης, ενώ το 1999 εκπροσώπησε και πάλι την Ελλάδα στο φεστιβάλ «Η Συνάντηση των Πέντε Ηπείρων» στην Ελβετία, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές.
Παντού, όμως, η Κρήτη τον συντροφεύει. Αδύνατον να την αποχωριστεί, αν και δεν αισθάνεται καθόλου ξένος όταν τραγουδάει στο εξωτερικό. Φυσικά, παίζει ρόλο και η πείρα, ωστόσο για τον ίδιο είναι κάτι πιο βαθύ και πιο... ελληνικό, που τον γαληνεύει: «Ολοι άνθρωποι είμαστε. Παντού υπάρχουνε τα πνεύματα τα καλά και τα κακά. Ομως η παράδοση και ο πολιτισμός από κάπου ξεκίνησαν και ξύπνησαν και τον άλλο κόσμο. Η μουσική και ο πολιτισμός ξεκίνησαν από ‘δώ, απ’ την Ελλάδα. Αυτά δεν τα λέω εγώ. Οταν βγαίνω έξω, στα φεστιβάλ, τα λένε οι παρουσιαστές, μου τα λένε οι ξένοι μουσικοί. Ολοι τους τα ξέρουν.
Εμείς δεν τα ξέρουμε. Δεν μας τα λένε. Ομως, από εδώ ξεκίνησαν όλα και αυτό φαίνεται πρώτα απ’ όλα στη γλώσσα την ελληνική: μουσική, κεφαλή, καρδιά... όλα τα λέει η γλώσσα. Από την απαρχή, ο κόσμος διαμορφώνεται με ήχο και ρυθμό. Εμείς είχαμε μουσική και θέατρο και γυρίζαμε τον κόσμο και τον μαθαίναμε τι είναι η λύρα, τα τύμπανα και οι αυλοί. Και μάθανε τα όργανα και τι σημαίνει αρμονία... Αυτά μας τα λένε έξω που πάω. Εδώ τίποτα. Τι διάολο γίνεται δεν ξέρω. Δεν μας διδάσκουν την ιστορία μας, αλλά έξω την ξέρουν όλοι οι λαοί και την ασπάζονται με δέος και με σεβασμό».
Εχει πίστη, μα στα θεϊκά που σχετίζονται με τη φύση· όχι όταν παίρνουν ανθρώπινη μορφή: «Ο Θεός υπάρχει στη φύση και αν μπορέσουμε να τονε δούμε, έχει καλώς. Αν πιστεύεις και κλείσεις τα μάτια σου, πας όπου η κεφαλή σου θέλει. Στα μέρη του μυαλού σου και της καρδιάς σου. Και ‘κεί γίνονται οι καλύτεροι αυτοσχεδιασμοί... Οι άνθρωποι, ο καθένας από το πόστο του, να επικοινωνήσουμε ο ένας με τον άλλο ζητάμε. Γι’ αυτό αγωνιζόμαστε. Και αναλόγως πόσο καλά κάνουμε τη δουλειά μας και ποια μέσα χρησιμοποιούμε, έχουμε και καλύτερα ή όχι αποτελέσματα. Εγώ παίζω λύρα. Πρώτα για τον εαυτό μου, να την ακούω εγώ, και μετά για όσους θέλουν να την ακούν κι εκείνοι. Μακάρι να θέλουν».
Το 1964 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο, 45 στροφών. Και μπορεί να του αρέσει ν’ ακούει τα πάντα, καθώς «ό,τι είναι καλό για την ψυχή είναι καλό και για τ’ αφτί και όχι το αντίθετο», όπως λέει, ωστόσο είναι εκείνος που μένοντας πιστός στην ουσία της παράδοσης έχει επηρεάσει καλλιτέχνες από άλλους μουσικούς χώρους. «Ολοι μας ακούμε ήχους, παίζουμε και μπλεκόμαστε. Νέοι έρχονται και μου δίνουν δικά τους κομμάτια. Πάντα έτσι γίνεται και ‘δώ και έξω», λέει. Και τότε η κουβέντα γυρίζει στην οικογένεια Ξυλούρη. «Ετσι ήταν πάντα και στο σπίτι μας» εξηγεί. «Παίζαν οι μεγαλύτεροι, ακούγαν οι μικρότεροι, ζηλεύανε, θέριευε μέσα τους η επιθυμία και μάθαιναν τη λύρα και να τραγουδάνε με ψυχή» μας λέει.
Ο Μάκης Μηλάτος τον χαρακτηρίζει «προϊστορικό θεριό κρυμμένο σε μια σπηλιά της Κρήτης. Τσακισμένη ερμηνεία, βαθιές ανάσες και η μουσική που παρεμβαίνει διακριτικά, ένας δίσκος για να κοινωνήσεις των αχράντων μυστηρίων - ένα άγιο κολατσιό: ψωμί, ελιές και κρασί. O Ψαραντώνης δεν είναι αυτού του κόσμου, τα blues του σκίζουν την καρδιά». Του το λέω. Καταλαβαίνω πως χαμογελάει, παίρνει τον χρόνο του και αποφεύγοντας να μιλήσει για τον ίδιο, μιλάει γι’ αυτό που ο ίδιος ονομάζει «αληθινή μουσική».
«Σωστός μουσικός είναι αυτός που παίζει με πάθος», λέει. «Αυτός είναι αληθινός καλλιτέχνης. Δεν σημαίνει ότι έμαθα να παίζω κάτι και τελείωσε. Ο καλλιτέχνης δεν μαθαίνεται, παιδί μου. Είναι. Δεν διαβάζεις στο χαρτί το συναίσθημα. Το έχεις ή δεν το έχεις. Κατάλαβες τώρα τι λέω; Αληθινή μουσική είναι αυτή που είναι με τον τόπο σου ένα. Που είναι μαζί με τις παραδόσεις σου, τη γη σου, την ιστορία σου, τους αγώνες σου. Αυτά τα καταλαβαίνεις ακόμη κι αν είσαι από τη Χιλή ή από την Κρήτη. Γιατί είναι αληθινά, δηλαδή πέρα από σένα και μέσα σε σένα. Αυτό ξέρω να πω».
Σήμερα, με τα διάφορα τηλεοπτικά προγράμματα που βγαίνουν από μικρά παιδιά μέχρι ενηλίκους και τραγουδούν, έχει αλλάξει κάτι; «Εγώ στις τηλεοράσεις ποτέ δεν ήθελα να βγαίνω. Κάποιες φορές έτυχε, δε λέω. Από ‘κεί και πέρα, όταν δεν έχεις ταλέντο όσο γνωστός και να γίνεις, κρατάει λίγο. Οσα και να κάνεις στο γυαλί και όσα και να μην κάμεις, το καλό -αν υπάρχει- μιλεί μόνο του και πάντα προχωράει και είναι πάντα παρόν ψηλά. Πάντα ψηλά το βρίσκεις».
«Ο Νίκος μού λείπει πολύ», λέει απλά και σοβαρά. «Οπως και η μάνα και ο πατέρας μου... Ο Νίκος ήθελε να μάθει λύρα από το σχολείο ήδη. Ο πατέρας μου δεν ήθελε, όμως, να παρατήσει το σχολειό ο μικρός και πήγε και ρώτησε τον δάσκαλο, που ήταν και χωριανός μας -Τραμουντάκης λεγότανε- τι να κάμει. “Θέλει λύρα”, του λέει, “και δεν το ξεφορτώνομαι το κοπέλι”. Και ο δάσκαλος του απαντά: “Γιώργη, πάρε του παιδιού τη λύρα και θα με θυμηθείς”. Ακούς τι του ‘πε; Το έβαλε και τραγούδησε στις εξετάσεις στο τέλος και τρελαθήκαν όλοι από τη φωνή του. Και έμαθε ο Νίκος λύρα και έβγαλε και αυτή τη φωνή τη μοναδική και από πίσω κι εγώ ο μικρότερος, έμαθα κι εγώ. Ο,τι και να πούμε για τον Νίκο είναι λίγο. Εβγαζε μια απίστευτη ευαισθησία όταν τραγουδούσε, σαν από αρχαίο πηγάδι ερχόταν η φωνή του. Μαθαίνονται αυτά; Εμ, δεν μαθαίνονται... Ετσι ήταν ο Νίκος. Ολα τα είχε. Εμφάνιση, λεβεντιά που λένε, ανθρωπιά, ήξερε πού μιλούσε, πού καθότανε. Είχε το μυαλό του σωστό. Εχεις νιώσει ποτέ να είσαι κοντά σ’ έναν άνθρωπο και να μην έχεις καθόλου φόβο; Να ξέρεις πως δεν θα σε πειράξει ποτέ και κανείς; Αυτό ήταν. Ο καλός αγαπά το καλό και μόνο αυτό ξέρει να κάνει».
Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι γύρω του σήμερα; «Ναι, υπάρχουνε. Λίγοι, αλλά υπάρχουνε. Κι εμείς εδώ κάτω είμαστε τυχεροί γιατί έχουμε τα βουνά, τον ουρανό, τη θάλασσα και μας καλυτερεύουν... Ξέρεις πόσοι υπάρχουν που παίζουν τώρα τη λύρα στην Κρήτη; Ενα σωρό παιδιά. Νέοι. Αυτό είναι το καλό. Δεν μπορεί, κάποιο ταλέντο θα βρεθεί να κάμει καινούργια πράγματα με την παράδοση. Δεν είναι στεκούμενο τίποτα. Θα κάνουμε νέα πράματα και καλά».
Info:
Στο Half Note Jazz Club (Τριβωνιανού 17, Μετς, 210-9213310), 6-10/03. Παρ., Σάββ. 22.30, Κυρ., Δευτ., Τρ. 21.30. Είσοδος: 20 ευρώ (μπαρ), 25 ευρώ (Β’ Ζώνη), 30 ευρώ (Α’ Ζώνη)
μας διευκρινίσει πως και η λύρα του είναι καλά. «Μιλάμε και με πάει με τον ήχο της όπου θέλει. Καμιά φορά μαλώνουμε κιόλα, πάνω στο ζοριλίκι».
Του θυμίζω πως μία από τις λύρες του εκτίθεται σήμερα στο «World’s First Global Musical Instrument Museum», στο Φοίνιξ της Αριζόνα των ΗΠΑ, όπου και προβάλλεται video με τον ίδιο να παίζει. «Είναι εκεί να τους θυμίζει πως οι ήχοι αυτοί προέρχονται από τους Κουρίτες του Δία. Αυτή είναι η αρχή της μουσικής μας. Οι πρώτοι μουσικοί αυτοί ήταν. Ετούτοι τονε φρόντιζαν τον Δία, τον προστατεύανε. Και για να κάμουνε καλά τη δουλειά τους, παίζανε τα τύμπανα και τις λύρες. Χορεύαν και τους πηδηχτούς και μερεύανε τον Δία, το μικιό τους. Στο Λασίθι, στο Ιδαιον Αντρο, όπου γεννήθηκε. Θέλανε να τον έχουμε καλά, μη μεγαλώσει και ρίχνει μάτι κουζουλό στους ανθρώπους».
Την επόμενη Παρασκευή, για πέντε βραδιές, έρχεται με τη λύρα του στο Half Note, για τη μουσική παράσταση «Του κύκλου τα γυρίσματα». Μαζί του θα είναι και η κόρη του, η Νίκη, και ο δεξιοτέχνης του λαούτου, Γιάννης Παξιμαδάκης. Μέχρι τότε μένει μόνιμα στην Κρήτη, με τη γυναίκα του, την κυρία Κατίνα. Εχει πέντε παιδιά (τον Γιώργη, τον Λάμπη, τη Ρία, τη Μαρία και τη Νίκη) και εφτά εγγόνια.
Συχνά ταξιδεύει για φεστιβάλ στο εξωτερικό, όπου τον καλούν να εκπροσωπήσει την Ελλάδα. Εκεί έχει γνωρίσει πολλούς μεγάλους μουσικούς. Ο Νικ Κέιβ ενθουσιάστηκε μαζί του και τον κάλεσε σε φεστιβάλ στην Αγγλία (2007) και στην Αυστραλία (2009): «Στο εξωτερικό, σμίγουμε όλοι μαζί. Μ’ αγαπούνε πολύ. Δεν τους ξαφνιάζει η εμφάνισή μου, αλλά η μουσική. Τους αρέσει να μ’ ακούν και για μένα είναι σπουδαίο αυτό, γιατί είναι μεγάλοι καλλιτέχνες. “Είναι καλοί” σημαίνει “έχουν ψυχή”, να τον δίνει ο μουσικός από μέσα του τον ήχο. Είναι παγκόσμια γλώσσα η μουσική και αν τη μιλάει ο άλλος καλά, το καταλαβαίνεις όπου κι αν ταξιδέψεις».
Στην Ελλάδα, ανάμεσα στους πρώτους που ανακάλυψαν τον Αντώνη Ξυλούρη ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος θέσπισε ειδικό βραβείο για «μια ισχυρή και ιδιότυπη μουσική προσωπικότητα που παίζει λύρα και ονομάζεται Ψαραντώνης» και τον βράβευσε στον Μουσικό Αύγουστο το 1979, στα Ανώγεια, ως τον «Πρώτο λυράρη της Ελλάδας». Για το βραβείο αυτό, του πρώτου λυράρη, είναι ακόμη πολύ περήφανος. Το 1984 ο Ψαραντώνης έπαιξε στο Βερολίνο, στις εκδηλώσεις για τα 750 χρόνια από την ίδρυση της πόλης, ενώ το 1999 εκπροσώπησε και πάλι την Ελλάδα στο φεστιβάλ «Η Συνάντηση των Πέντε Ηπείρων» στην Ελβετία, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές.
Παντού, όμως, η Κρήτη τον συντροφεύει. Αδύνατον να την αποχωριστεί, αν και δεν αισθάνεται καθόλου ξένος όταν τραγουδάει στο εξωτερικό. Φυσικά, παίζει ρόλο και η πείρα, ωστόσο για τον ίδιο είναι κάτι πιο βαθύ και πιο... ελληνικό, που τον γαληνεύει: «Ολοι άνθρωποι είμαστε. Παντού υπάρχουνε τα πνεύματα τα καλά και τα κακά. Ομως η παράδοση και ο πολιτισμός από κάπου ξεκίνησαν και ξύπνησαν και τον άλλο κόσμο. Η μουσική και ο πολιτισμός ξεκίνησαν από ‘δώ, απ’ την Ελλάδα. Αυτά δεν τα λέω εγώ. Οταν βγαίνω έξω, στα φεστιβάλ, τα λένε οι παρουσιαστές, μου τα λένε οι ξένοι μουσικοί. Ολοι τους τα ξέρουν.
Εμείς δεν τα ξέρουμε. Δεν μας τα λένε. Ομως, από εδώ ξεκίνησαν όλα και αυτό φαίνεται πρώτα απ’ όλα στη γλώσσα την ελληνική: μουσική, κεφαλή, καρδιά... όλα τα λέει η γλώσσα. Από την απαρχή, ο κόσμος διαμορφώνεται με ήχο και ρυθμό. Εμείς είχαμε μουσική και θέατρο και γυρίζαμε τον κόσμο και τον μαθαίναμε τι είναι η λύρα, τα τύμπανα και οι αυλοί. Και μάθανε τα όργανα και τι σημαίνει αρμονία... Αυτά μας τα λένε έξω που πάω. Εδώ τίποτα. Τι διάολο γίνεται δεν ξέρω. Δεν μας διδάσκουν την ιστορία μας, αλλά έξω την ξέρουν όλοι οι λαοί και την ασπάζονται με δέος και με σεβασμό».
Εχει πίστη, μα στα θεϊκά που σχετίζονται με τη φύση· όχι όταν παίρνουν ανθρώπινη μορφή: «Ο Θεός υπάρχει στη φύση και αν μπορέσουμε να τονε δούμε, έχει καλώς. Αν πιστεύεις και κλείσεις τα μάτια σου, πας όπου η κεφαλή σου θέλει. Στα μέρη του μυαλού σου και της καρδιάς σου. Και ‘κεί γίνονται οι καλύτεροι αυτοσχεδιασμοί... Οι άνθρωποι, ο καθένας από το πόστο του, να επικοινωνήσουμε ο ένας με τον άλλο ζητάμε. Γι’ αυτό αγωνιζόμαστε. Και αναλόγως πόσο καλά κάνουμε τη δουλειά μας και ποια μέσα χρησιμοποιούμε, έχουμε και καλύτερα ή όχι αποτελέσματα. Εγώ παίζω λύρα. Πρώτα για τον εαυτό μου, να την ακούω εγώ, και μετά για όσους θέλουν να την ακούν κι εκείνοι. Μακάρι να θέλουν».
Το 1964 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο, 45 στροφών. Και μπορεί να του αρέσει ν’ ακούει τα πάντα, καθώς «ό,τι είναι καλό για την ψυχή είναι καλό και για τ’ αφτί και όχι το αντίθετο», όπως λέει, ωστόσο είναι εκείνος που μένοντας πιστός στην ουσία της παράδοσης έχει επηρεάσει καλλιτέχνες από άλλους μουσικούς χώρους. «Ολοι μας ακούμε ήχους, παίζουμε και μπλεκόμαστε. Νέοι έρχονται και μου δίνουν δικά τους κομμάτια. Πάντα έτσι γίνεται και ‘δώ και έξω», λέει. Και τότε η κουβέντα γυρίζει στην οικογένεια Ξυλούρη. «Ετσι ήταν πάντα και στο σπίτι μας» εξηγεί. «Παίζαν οι μεγαλύτεροι, ακούγαν οι μικρότεροι, ζηλεύανε, θέριευε μέσα τους η επιθυμία και μάθαιναν τη λύρα και να τραγουδάνε με ψυχή» μας λέει.
Ο Μάκης Μηλάτος τον χαρακτηρίζει «προϊστορικό θεριό κρυμμένο σε μια σπηλιά της Κρήτης. Τσακισμένη ερμηνεία, βαθιές ανάσες και η μουσική που παρεμβαίνει διακριτικά, ένας δίσκος για να κοινωνήσεις των αχράντων μυστηρίων - ένα άγιο κολατσιό: ψωμί, ελιές και κρασί. O Ψαραντώνης δεν είναι αυτού του κόσμου, τα blues του σκίζουν την καρδιά». Του το λέω. Καταλαβαίνω πως χαμογελάει, παίρνει τον χρόνο του και αποφεύγοντας να μιλήσει για τον ίδιο, μιλάει γι’ αυτό που ο ίδιος ονομάζει «αληθινή μουσική».
«Σωστός μουσικός είναι αυτός που παίζει με πάθος», λέει. «Αυτός είναι αληθινός καλλιτέχνης. Δεν σημαίνει ότι έμαθα να παίζω κάτι και τελείωσε. Ο καλλιτέχνης δεν μαθαίνεται, παιδί μου. Είναι. Δεν διαβάζεις στο χαρτί το συναίσθημα. Το έχεις ή δεν το έχεις. Κατάλαβες τώρα τι λέω; Αληθινή μουσική είναι αυτή που είναι με τον τόπο σου ένα. Που είναι μαζί με τις παραδόσεις σου, τη γη σου, την ιστορία σου, τους αγώνες σου. Αυτά τα καταλαβαίνεις ακόμη κι αν είσαι από τη Χιλή ή από την Κρήτη. Γιατί είναι αληθινά, δηλαδή πέρα από σένα και μέσα σε σένα. Αυτό ξέρω να πω».
Σήμερα, με τα διάφορα τηλεοπτικά προγράμματα που βγαίνουν από μικρά παιδιά μέχρι ενηλίκους και τραγουδούν, έχει αλλάξει κάτι; «Εγώ στις τηλεοράσεις ποτέ δεν ήθελα να βγαίνω. Κάποιες φορές έτυχε, δε λέω. Από ‘κεί και πέρα, όταν δεν έχεις ταλέντο όσο γνωστός και να γίνεις, κρατάει λίγο. Οσα και να κάνεις στο γυαλί και όσα και να μην κάμεις, το καλό -αν υπάρχει- μιλεί μόνο του και πάντα προχωράει και είναι πάντα παρόν ψηλά. Πάντα ψηλά το βρίσκεις».
Ο Νίκος τα είχε όλα
«Ο Νίκος, ο μέγας», λέει για τον αδερφό του, τον μοναδικό Νίκο Ξυλούρη. Ηταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός του. Μεγάλωσαν στο Περαχώρι, που είναι η κάτω γειτονιά των Ανωγείων. Τα τελευταία χρόνια εκεί ζει μονάχα η αδερφή τους, η Ζουμπουλιά. «Το σπίτι είναι μικρότερο, γιατί το ‘χει πάρει ο δρόμος το μισό», μας εξηγεί. «Το άλλο μισό το ‘καμε η Ζουμπουλιά μουσείο». Φωτογραφίες, αφίσες, δίσκοι, αναμνηστικά δώρα, αφιερώσεις του αδερφού τους, Νίκου Ξυλούρη, αλλά και του Ψαραντώνη, των παιδιών του και των παιδιών του Νίκου, που δεν έγιναν μουσικοί.«Ο Νίκος μού λείπει πολύ», λέει απλά και σοβαρά. «Οπως και η μάνα και ο πατέρας μου... Ο Νίκος ήθελε να μάθει λύρα από το σχολείο ήδη. Ο πατέρας μου δεν ήθελε, όμως, να παρατήσει το σχολειό ο μικρός και πήγε και ρώτησε τον δάσκαλο, που ήταν και χωριανός μας -Τραμουντάκης λεγότανε- τι να κάμει. “Θέλει λύρα”, του λέει, “και δεν το ξεφορτώνομαι το κοπέλι”. Και ο δάσκαλος του απαντά: “Γιώργη, πάρε του παιδιού τη λύρα και θα με θυμηθείς”. Ακούς τι του ‘πε; Το έβαλε και τραγούδησε στις εξετάσεις στο τέλος και τρελαθήκαν όλοι από τη φωνή του. Και έμαθε ο Νίκος λύρα και έβγαλε και αυτή τη φωνή τη μοναδική και από πίσω κι εγώ ο μικρότερος, έμαθα κι εγώ. Ο,τι και να πούμε για τον Νίκο είναι λίγο. Εβγαζε μια απίστευτη ευαισθησία όταν τραγουδούσε, σαν από αρχαίο πηγάδι ερχόταν η φωνή του. Μαθαίνονται αυτά; Εμ, δεν μαθαίνονται... Ετσι ήταν ο Νίκος. Ολα τα είχε. Εμφάνιση, λεβεντιά που λένε, ανθρωπιά, ήξερε πού μιλούσε, πού καθότανε. Είχε το μυαλό του σωστό. Εχεις νιώσει ποτέ να είσαι κοντά σ’ έναν άνθρωπο και να μην έχεις καθόλου φόβο; Να ξέρεις πως δεν θα σε πειράξει ποτέ και κανείς; Αυτό ήταν. Ο καλός αγαπά το καλό και μόνο αυτό ξέρει να κάνει».
Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι γύρω του σήμερα; «Ναι, υπάρχουνε. Λίγοι, αλλά υπάρχουνε. Κι εμείς εδώ κάτω είμαστε τυχεροί γιατί έχουμε τα βουνά, τον ουρανό, τη θάλασσα και μας καλυτερεύουν... Ξέρεις πόσοι υπάρχουν που παίζουν τώρα τη λύρα στην Κρήτη; Ενα σωρό παιδιά. Νέοι. Αυτό είναι το καλό. Δεν μπορεί, κάποιο ταλέντο θα βρεθεί να κάμει καινούργια πράγματα με την παράδοση. Δεν είναι στεκούμενο τίποτα. Θα κάνουμε νέα πράματα και καλά».
Παρατσούκλι με ιστορία
Μου διηγείται από πού προέρχεται το Ψαραντώνης: «Ολόκληρη ιστορία. Ο παππούς μου, λένε, σαν έβλεπε Τούρκους έτρεχε κι έπιανε τον πρώτο και τρομάζαν οι άλλοι. Και οι φίλοι του έλεγαν, “για δες, σαν τα ψάρια τούς πιάνει”. Και έμεινε. Ψαρότουρκος, Αντώνης, Ψαραντώνης. Και μου ‘μεινε και μένα. Και τον Νίκο, Ψαρονίκο τον έλεγαν. Εδώ στ’ Ανώγεια δεν γίνεται να συνεννοηθείς αν δεν έχεις παρατσούκλι. Ρωτάς για τον Γιώργη τον Ξυλούρη και θα σου δείξουν δέκα. Κατάλαβες;»Info:
Στο Half Note Jazz Club (Τριβωνιανού 17, Μετς, 210-9213310), 6-10/03. Παρ., Σάββ. 22.30, Κυρ., Δευτ., Τρ. 21.30. Είσοδος: 20 ευρώ (μπαρ), 25 ευρώ (Β’ Ζώνη), 30 ευρώ (Α’ Ζώνη)
Πηγή: efsyn.gr