Τα λάθη της Γερμανίας στην διάρκεια της πενταετούς ελληνικής κρίσης αναδεικνύει σε νέο άρθρο του ο διάσημος οικονομολόγος Τζέφρι Σακς, καλώντας το Βερολίνο να επανεξετάσει τη στάση του... απέναντι στην Ελλάδα.
Ο Τζέφρι Σακς, με το άρθορ του στο Project Syndicate, τονίζει πως η Γερμανία δεν υπήρξε «σοφός πιστωτής», χαρακτηρίζει απαραίτητη την αναδιάρθρωση του χρέους και επισημαίνει ότι όλα τα κεφάλαια του πρώτου πακέτου διάσωσης πήγαν στις γερμανικές και τις γαλλικές τράπεζες.
Ολόκληρο το άρθρο του Τζέφρι Σακς:
'Εχω εργαστεί βοηθώντας χώρες να ξεπεράσουν χρηματοοικονομικές κρίσεις πάνω από 30 χρόνια κι έχω μελετήσει τις οικονομικές κρίσεις του εικοστού αιώνα ως υπόβαθρο για τις συμβουλευτικές μου υπηρεσίες. Σε όλες τις κρίσεις, υπάρχει μια εγγενής ανισορροπία ισχύος ανάμεσα στον πιστωτή και τον οφειλέτη. Η επιτυχής διαχείριση κρίσεων, ως εκ τούτου, εξαρτάται από τη σοφία του πιστωτή. Και από αυτή τη σκοπιά, καλώ με ένταση την Γερμανία να επανεξετάσει τη στάση της απέναντι στην Ελλάδα.
Μια χρηματοοικονομική κρίση προκαλείται από την βαθιά υπερχρέωση μιας χώρας, η οποία σε γενικές γραμμές αντικατοπτρίζει έναν συνδυασμό κακοδιοίκησης από το κράτος - οφειλέτη, υπεραισιοδοξίας, διαφθοράς, και λανθασμένης κρίσης και ασθενών κινήτρων από τις πιστώτριες τράπεζες. Η Ελλάδα ταιριάζει σ' αυτό το μοντέλο.
Η Ελλάδα ήταν βαριά χρεωμένη όταν εντάχθηκε στην ευρωζώνη το 2001, με το δημόσιο χρέος να ανέρχεται περίπου στο 99% του ΑΕΠ. Ως νέο μέλος, ωστόσο, μπορούσε να δανείζεται εύκολα από το 2000 έως το 2008, και ο δείκτης χρέους - ΑΕΠ ανέβηκε στο 109%.
Οταν η ευημερία μιας χώρας εξαρτάται από την συνεχή εισροή κεφαλαίων, μια απότομη διακοπή των χρηματοοικονομικών ροών πυροδοτεί και οξεία συρρίκνωση. Στην Ελλάδα, ο εύκολος δανεισμός σταμάτησε το 2008 με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 18% από το 2008 έως το 2011 και η ανεργία εκτοξεύτηκε από το 8% στο 18%.
Η πλέον προφανής αιτία ήταν η μείωση των κρατικών δαπανών, η οποία περιόρισε και τη μέση ζήτηση. Εργαζόμενοι του δημοσίου τομέα έχασαν τη δουλειά τους και τα κατασκευαστικά έργα σταμάτησαν. Kι όσο μειωνόταν το εισόδημα, κι άλλοι κλάδοι της εγχώριας οικονομίας κατέρρεαν.
Μια ακόμη αιτία της οικονομικής κατάρρευσης της Ελλάδας ήταν λιγότερο προφανής: η συρρίκνωση των τραπεζικών πιστώσεων. Από τη στιγμή που οι τράπεζες έχασαν την πρόσβασή τους στις διατραπεζικές πιστωτικές γραμμές του εξωτερικού, περιόρισαν τον δανεισμό και άρχισαν να συσσωρεύουν στα ανεξόφλητα δάνεια. Οι εγχώριοι καταθέτες, επίσης, απέσυραν τις καταθέσεις τους, φοβούμενοι για την φερεγγυότητα των τραπεζών και - χάρις κυρίως στον γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε - και για την προοπτική παραμονής της χώρας τους στην ευρωζώνη.
Οπως συνέβη και με τη συρρίκνωση της ζήτησης, η μείωση των τραπεζικών δανείων είχε πολλαπλές συνέπειες, με την εντεινόμενη χρηματοοικονομική αστάθεια να ωθεί καταθέτες και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς του εξωτερικού να αποσύρουν επίσης πιστώσεις και καταθέσεις από τις ελληνικές τράπεζες.
Σε φυσιολογικές συνθήκες, οι οικονομίες ξεπερνούν τις κρίσεις χρέους μειώνοντας τα κρατικά ελλείμματα, στρέφοντας την παραγωγική μηχανή από τις εγχώριες πωλήσεις στις εξαγωγές, και ανακεφαλαιοποιώντας τις τράπεζες. Το δημοσιονομικό πλεόνασμα και τα έσοδα από τις εξαγωγές επιτρέπουν στην οικονομία την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους, ενώ η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δίνει δυνατότητα ανανέωσης της πιστωτικής επέκτασης.
Εάν η εξαγωγική ώθηση είναι αρκετά μεγάλη και γρήγορη, τα κέρδη που αποφέρει αντισταθμίζουν σε μεγάλο βαθμό την πτώση της εγχώριας ζήτησης και το συνολικό οικονομικό προϊόν σταθεροποιείται ή, ακόμη, επιτυγχάνεται και επιστροφή στην ανάπτυξη. Η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία κατάφεραν όλες να ανασχέσουν την κάμψη που ακολούθησε την κρίση του 2008 με ένα άλμα στα έσοδα από τις εξαγωγές. Η Ελλάδα δεν μπόρεσε. Στην πραγματικότητα, τα έσοδα της Ελλάδας από τις εξαγωγές το 2013, της τάξης των 53 δις ευρώ, ήταν κατά 3 δις χαμηλότερα από το 2008, ακόμη και μετά την κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης.
Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη για τρεις λόγους. Πρώτον, καθώς τα ευρωπαϊκά πακέτα διάσωσης δεν ανακεφαλαιοποίησαν τον ελληνικό τραπεζικό τομέα ( ο στόχος τους ήταν να διασώσουν τις γερμανικές και τις γαλλικές τράπεζες), οι εν δυνάμει εξαγωγείς δεν μπορούσαν να αποκτήσουν πρόσβαση στις λειτουργικές εκείνες πιστώσεις που απαιτούντο για να υποστηρίξουν τις ανάγκες τους. Δεύτερον, η οικονομική βάση της Ελλάδας είναι πολύ περιορισμένη ώστε να μπορέσει να υποστηρίξει μια σημαντική βραχυπρόθεσμης απόδοσης αύξηση των εξαγωγών. Τρίτον, τα διοικητικά, ρυθμιστικά και φορολογικά εμπόδια λειτούργησαν ανασχετικά σε μια εξαγωγική αντίδραση, κυρίως από τη στιγμή που οι αυξήσεις φόρων στα πακέτα διάσωσης έκαναν ακόμη πιο δύσκολη την προσπάθεια των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων να αναπτυχθούν σε νέες αγορές εκτός συνόρων.
Κατά την άποψή μυ, η πολιτική απάντηση των εταίρων της Ελλάδας, με πρώτη τη Γερμανία, δεν ήταν καθόλου σοφή και ήταν εντελώς αντιεπαγγελματική. Η προσέγγισή τους ήταν να παράσχουν νέα δάνεια έτσι ώστε η Ελλάδα να μπορεί να εξυπηρετεί τα υπάρχοντα χρέη της, χωρίς να αποκαθίσταται το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ή να προάγεται η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών. Το πρώτο πακέτο διάσωσης της Ελλάδας των 110 δις ευρώ το 2010 πήγε στην αποπληρωμή των κρατικών χρεών προς τις γερμανικές και τις γαλλικές τράπεζες. Ως συνέπεια, η Ελλάδα πλέον οφείλει ένα πολύ μεγαλυτερο τμήμα του χρέους της στους επίσημους πιστωτές: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και, όλο και περισσότερο, προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Παρ΄ότι το χρέος της Ελλάδας προς τους ιδιώτες πιστωτές διαγράφηκε μερικώς, αυτό ήταν πολύ λίγο κι ήρθε πολύ αργά, αφού δεν μπορεί καν να αποπληρώσει τα χρέη της προς τους επίσημους πιστωτές.
Χρόνο με τον χρόνο, οι πιστωτές της Ελλάδας υπόσχονταν ότι τα πακέτα διάσωσης θα έφερναν μια ουσιαστική ανάκαμψη της παραγωγής, της απασχόλησης και των εξαγωγών. Αντιθέτως όμως, η χώρα έζησε μια βαθιά ύφεση αντίστοιχη με εκείνη της πτώσης της παραγωγής και της απασχόλησης που υπέστη η Γερμανία από το 1930 έως το 1932, στα χρόνια δηλαδή που προηγήθηκαν της ανόδου του Χίτλερ. Πολλοί Γερμανοί μπορεί να περιφρονούν τη σημερινή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία υποσχέθηκε να δώσει τέλος στην πολιτική της λιτότητας που επέβαλλαν οι πιστωτές. Ομως τέσσερις διαδοχικές κυβερνήσεις - κεντροαριστερή, τεχνοκρατική, κεντροδεξιά και αριστερή - εφάρμοσαν αυτή τη λιτότητα.
Ολες αυτές οι κυβερνήσεις απέτυχαν. Ισως η κεντροδεξιά κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά, από το 2012 έως το 2015, να ήρθε πιο κοντά στην επιτυχία, όμως δεν ήταν δυνατό να επιβιώσει πολιτικά μετά τη σφοδρή λιτότητα που αναγκάστηκε να επιβάλλει. Ούτε οι πιστωτές της Ελλάδας έκαναν τίποτα για να βοηθήσουν την κυβέρνηση Σαμαρά, παρ' ότι ήταν μια κυβέρνηση που τους άρεσε.
Για να ξεπεραστεί μια οικονομική κρίση, ο πιστωτής πρέπει να είναι έξυπνος και μετρημένος. Είναι σωστό να ζητά ισχυρές μεταρρυθμίσεις από την κυβέρνηση ενός οφειλέτη που πάσχει από κακοδιοίκηση. Ομως εάν ο οφειλέτης πιεστεί πάρα πολύ, τότε σπάει η κοινωνία, η χώρα οδηγείται στην αστάθεια, στη βία, σε πραξικοπήματα και σε διάχυτη ανθρωπιστική κρίση. Κι ενώ ο οφειλέτης είναι εκείνος που χάνει τα περισσότερα, ο πιστωτής χάνει επίσης καθώς δεν παίρνει τα λεφτά του πίσω.
Το μοντέλο της επιτυχίας είναι να συνδυάζονται οι μεταρρυθμίσεις με ανακούφιση από το χρέος, σε ακολουθία με τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας.Ενας έξυπνος πιστωτής της Ελλάδας θα έκανε κάποιες σοβαρές ερωτήσεις. Πώς μπορούμε να βοηθησουμε την Ελλάδα να κινήσει και πάλι τις πιστώσεις μέσα από το τραπεζικό σύστημα; Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε την Ελλάδα να τονώσει τις εξαγωγές της; Τί χρειάζεται για να υπάρξει ταχεία ανάπτυξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων της χώρας;
Επί πέντε χρόνια τώρα, η Γερμανία δεν έθεσε αυτές τις ερωτήσεις. Στην πραγματικότητα, συν τω χρόνω, οι ερωτήσεις αντικαταστάθηκαν από την γερμανική οργή για τη ραθυμία και τη διαφθορά των Ελλήνων. Η κατάσταση έγινε άσχημη και πήρε χαρακτήρα προσωπικό και από τις δύο πλευρές. Και οι πιστωτές απέτυχαν να παράσχουν μια ρεαλιστική προσέγγιση για το ελληνικό χρέος, ίσως λόγω του φόβου της Γερμανίας ότι θα έπονταν η Ιταλια, η Πορτογαλία και η Ισπανία, ζητώντας και εκείνες ελάφρυνση.
Οποιος κι εάν είναι ο λόγος, η Γερμανία συμπεριφέρθηκε στην Ελλάδα άσχημα, αποτυγχάνοντας να παράσχει την ενσυναίσθηση, την ανάλυση και την ελάφρυνση του χρέους που απαιτούντο. Κι εάν το έπραξε αυτό για να τρομάξει την Ιταλία και την Ισπανία, θα έπρεπε να θυμηθεί την επιτακτική συμβουλή του Καντ: Τις χώρες, όπως και στα άτομα, πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε ως οντότητες και όχι ως μέσα.
Οι πιστωτές είναι κάποιες φορές σοφοί και κάποιες άλλες απίστευτα ανόητοι. Η Αμερική, η Βρετανία και η Γαλλία στάθηκαν απίστευτα ανόητες στη δεκαετία του '20 επιβάλλοντας υπερβολικές πληρωμές επανορθώσεων στη Γερμανία μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις δεκαετίες του '40 και του '50 οι Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξαν ένας σοφός πιστωτής, παρέχοντας στη Γερμανία νέα κεφάλαια μέσω του σχε΄διου Μάρσαλ και ακολούθησε η διαγραφή χρέους το 1953.
Στη δεκαετία του '80 οι ΗΠΑ ήταν ένας κακός πιστωτής αξιώνοντας υπερβολικές αποπληρωμές οφειλών από τη Λατινική Αμερική και την Αφρική. Στη δεκαετία του '90 και αργότερα συμπεριφέρθηκαν πιο έξυπνα, βάζοντας στο τραπέζι την ελάφρυνση του χρέους. Το 1989, οι ΗΠΑ ήταν αρκετά έξυπνες για να παράσχουν ελάφρυνση χρέους στην Πολωνία (και η Γερμανία ακολούθησε, αν και δυσανασχετώντας). Το 1992 η ανόητη επιμονή τους για αυστηρή εξυπηρέτηση των χρεών της σοβιετικής περιόδου από τη Ρωσία έβαλε τις ρίζες για τις σημερινές τεταμένες σχέσεις.
Οι αξιώσεις της Γερμανίας έχουν φέρει την Ελλάδα ακριβώς στο σημείο πριν από την κατάρρευση, με πιθανές καταστροφικές συνέπειες για την Ελλάδα, την Ευρώπη και την παγκόσμια φήμη της Γερμανίας. Σήμερα είναι ο καιρός για επίδειξη σοφίας και όχι ακαμψίας. Και σοφία δεν σημαίνει χάδι. Η διατήρηση μιας ειρηνικής και ευημερούσας Ευρώπης είναι η πιο ζωτική ευθύνη που έχει η Γερμανία. Είναι όμως, ταυτόχρονα, και το πιο ζωτικό εθνικό της συμφέρον.
Πηγή:http://tvxs.gr
Ολόκληρο το άρθρο του Τζέφρι Σακς:
'Εχω εργαστεί βοηθώντας χώρες να ξεπεράσουν χρηματοοικονομικές κρίσεις πάνω από 30 χρόνια κι έχω μελετήσει τις οικονομικές κρίσεις του εικοστού αιώνα ως υπόβαθρο για τις συμβουλευτικές μου υπηρεσίες. Σε όλες τις κρίσεις, υπάρχει μια εγγενής ανισορροπία ισχύος ανάμεσα στον πιστωτή και τον οφειλέτη. Η επιτυχής διαχείριση κρίσεων, ως εκ τούτου, εξαρτάται από τη σοφία του πιστωτή. Και από αυτή τη σκοπιά, καλώ με ένταση την Γερμανία να επανεξετάσει τη στάση της απέναντι στην Ελλάδα.
Μια χρηματοοικονομική κρίση προκαλείται από την βαθιά υπερχρέωση μιας χώρας, η οποία σε γενικές γραμμές αντικατοπτρίζει έναν συνδυασμό κακοδιοίκησης από το κράτος - οφειλέτη, υπεραισιοδοξίας, διαφθοράς, και λανθασμένης κρίσης και ασθενών κινήτρων από τις πιστώτριες τράπεζες. Η Ελλάδα ταιριάζει σ' αυτό το μοντέλο.
Η Ελλάδα ήταν βαριά χρεωμένη όταν εντάχθηκε στην ευρωζώνη το 2001, με το δημόσιο χρέος να ανέρχεται περίπου στο 99% του ΑΕΠ. Ως νέο μέλος, ωστόσο, μπορούσε να δανείζεται εύκολα από το 2000 έως το 2008, και ο δείκτης χρέους - ΑΕΠ ανέβηκε στο 109%.
Οταν η ευημερία μιας χώρας εξαρτάται από την συνεχή εισροή κεφαλαίων, μια απότομη διακοπή των χρηματοοικονομικών ροών πυροδοτεί και οξεία συρρίκνωση. Στην Ελλάδα, ο εύκολος δανεισμός σταμάτησε το 2008 με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 18% από το 2008 έως το 2011 και η ανεργία εκτοξεύτηκε από το 8% στο 18%.
Η πλέον προφανής αιτία ήταν η μείωση των κρατικών δαπανών, η οποία περιόρισε και τη μέση ζήτηση. Εργαζόμενοι του δημοσίου τομέα έχασαν τη δουλειά τους και τα κατασκευαστικά έργα σταμάτησαν. Kι όσο μειωνόταν το εισόδημα, κι άλλοι κλάδοι της εγχώριας οικονομίας κατέρρεαν.
Μια ακόμη αιτία της οικονομικής κατάρρευσης της Ελλάδας ήταν λιγότερο προφανής: η συρρίκνωση των τραπεζικών πιστώσεων. Από τη στιγμή που οι τράπεζες έχασαν την πρόσβασή τους στις διατραπεζικές πιστωτικές γραμμές του εξωτερικού, περιόρισαν τον δανεισμό και άρχισαν να συσσωρεύουν στα ανεξόφλητα δάνεια. Οι εγχώριοι καταθέτες, επίσης, απέσυραν τις καταθέσεις τους, φοβούμενοι για την φερεγγυότητα των τραπεζών και - χάρις κυρίως στον γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε - και για την προοπτική παραμονής της χώρας τους στην ευρωζώνη.
Οπως συνέβη και με τη συρρίκνωση της ζήτησης, η μείωση των τραπεζικών δανείων είχε πολλαπλές συνέπειες, με την εντεινόμενη χρηματοοικονομική αστάθεια να ωθεί καταθέτες και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς του εξωτερικού να αποσύρουν επίσης πιστώσεις και καταθέσεις από τις ελληνικές τράπεζες.
Σε φυσιολογικές συνθήκες, οι οικονομίες ξεπερνούν τις κρίσεις χρέους μειώνοντας τα κρατικά ελλείμματα, στρέφοντας την παραγωγική μηχανή από τις εγχώριες πωλήσεις στις εξαγωγές, και ανακεφαλαιοποιώντας τις τράπεζες. Το δημοσιονομικό πλεόνασμα και τα έσοδα από τις εξαγωγές επιτρέπουν στην οικονομία την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους, ενώ η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δίνει δυνατότητα ανανέωσης της πιστωτικής επέκτασης.
Εάν η εξαγωγική ώθηση είναι αρκετά μεγάλη και γρήγορη, τα κέρδη που αποφέρει αντισταθμίζουν σε μεγάλο βαθμό την πτώση της εγχώριας ζήτησης και το συνολικό οικονομικό προϊόν σταθεροποιείται ή, ακόμη, επιτυγχάνεται και επιστροφή στην ανάπτυξη. Η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία κατάφεραν όλες να ανασχέσουν την κάμψη που ακολούθησε την κρίση του 2008 με ένα άλμα στα έσοδα από τις εξαγωγές. Η Ελλάδα δεν μπόρεσε. Στην πραγματικότητα, τα έσοδα της Ελλάδας από τις εξαγωγές το 2013, της τάξης των 53 δις ευρώ, ήταν κατά 3 δις χαμηλότερα από το 2008, ακόμη και μετά την κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης.
Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη για τρεις λόγους. Πρώτον, καθώς τα ευρωπαϊκά πακέτα διάσωσης δεν ανακεφαλαιοποίησαν τον ελληνικό τραπεζικό τομέα ( ο στόχος τους ήταν να διασώσουν τις γερμανικές και τις γαλλικές τράπεζες), οι εν δυνάμει εξαγωγείς δεν μπορούσαν να αποκτήσουν πρόσβαση στις λειτουργικές εκείνες πιστώσεις που απαιτούντο για να υποστηρίξουν τις ανάγκες τους. Δεύτερον, η οικονομική βάση της Ελλάδας είναι πολύ περιορισμένη ώστε να μπορέσει να υποστηρίξει μια σημαντική βραχυπρόθεσμης απόδοσης αύξηση των εξαγωγών. Τρίτον, τα διοικητικά, ρυθμιστικά και φορολογικά εμπόδια λειτούργησαν ανασχετικά σε μια εξαγωγική αντίδραση, κυρίως από τη στιγμή που οι αυξήσεις φόρων στα πακέτα διάσωσης έκαναν ακόμη πιο δύσκολη την προσπάθεια των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων να αναπτυχθούν σε νέες αγορές εκτός συνόρων.
Κατά την άποψή μυ, η πολιτική απάντηση των εταίρων της Ελλάδας, με πρώτη τη Γερμανία, δεν ήταν καθόλου σοφή και ήταν εντελώς αντιεπαγγελματική. Η προσέγγισή τους ήταν να παράσχουν νέα δάνεια έτσι ώστε η Ελλάδα να μπορεί να εξυπηρετεί τα υπάρχοντα χρέη της, χωρίς να αποκαθίσταται το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ή να προάγεται η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών. Το πρώτο πακέτο διάσωσης της Ελλάδας των 110 δις ευρώ το 2010 πήγε στην αποπληρωμή των κρατικών χρεών προς τις γερμανικές και τις γαλλικές τράπεζες. Ως συνέπεια, η Ελλάδα πλέον οφείλει ένα πολύ μεγαλυτερο τμήμα του χρέους της στους επίσημους πιστωτές: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και, όλο και περισσότερο, προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Παρ΄ότι το χρέος της Ελλάδας προς τους ιδιώτες πιστωτές διαγράφηκε μερικώς, αυτό ήταν πολύ λίγο κι ήρθε πολύ αργά, αφού δεν μπορεί καν να αποπληρώσει τα χρέη της προς τους επίσημους πιστωτές.
Χρόνο με τον χρόνο, οι πιστωτές της Ελλάδας υπόσχονταν ότι τα πακέτα διάσωσης θα έφερναν μια ουσιαστική ανάκαμψη της παραγωγής, της απασχόλησης και των εξαγωγών. Αντιθέτως όμως, η χώρα έζησε μια βαθιά ύφεση αντίστοιχη με εκείνη της πτώσης της παραγωγής και της απασχόλησης που υπέστη η Γερμανία από το 1930 έως το 1932, στα χρόνια δηλαδή που προηγήθηκαν της ανόδου του Χίτλερ. Πολλοί Γερμανοί μπορεί να περιφρονούν τη σημερινή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία υποσχέθηκε να δώσει τέλος στην πολιτική της λιτότητας που επέβαλλαν οι πιστωτές. Ομως τέσσερις διαδοχικές κυβερνήσεις - κεντροαριστερή, τεχνοκρατική, κεντροδεξιά και αριστερή - εφάρμοσαν αυτή τη λιτότητα.
Ολες αυτές οι κυβερνήσεις απέτυχαν. Ισως η κεντροδεξιά κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά, από το 2012 έως το 2015, να ήρθε πιο κοντά στην επιτυχία, όμως δεν ήταν δυνατό να επιβιώσει πολιτικά μετά τη σφοδρή λιτότητα που αναγκάστηκε να επιβάλλει. Ούτε οι πιστωτές της Ελλάδας έκαναν τίποτα για να βοηθήσουν την κυβέρνηση Σαμαρά, παρ' ότι ήταν μια κυβέρνηση που τους άρεσε.
Για να ξεπεραστεί μια οικονομική κρίση, ο πιστωτής πρέπει να είναι έξυπνος και μετρημένος. Είναι σωστό να ζητά ισχυρές μεταρρυθμίσεις από την κυβέρνηση ενός οφειλέτη που πάσχει από κακοδιοίκηση. Ομως εάν ο οφειλέτης πιεστεί πάρα πολύ, τότε σπάει η κοινωνία, η χώρα οδηγείται στην αστάθεια, στη βία, σε πραξικοπήματα και σε διάχυτη ανθρωπιστική κρίση. Κι ενώ ο οφειλέτης είναι εκείνος που χάνει τα περισσότερα, ο πιστωτής χάνει επίσης καθώς δεν παίρνει τα λεφτά του πίσω.
Το μοντέλο της επιτυχίας είναι να συνδυάζονται οι μεταρρυθμίσεις με ανακούφιση από το χρέος, σε ακολουθία με τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας.Ενας έξυπνος πιστωτής της Ελλάδας θα έκανε κάποιες σοβαρές ερωτήσεις. Πώς μπορούμε να βοηθησουμε την Ελλάδα να κινήσει και πάλι τις πιστώσεις μέσα από το τραπεζικό σύστημα; Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε την Ελλάδα να τονώσει τις εξαγωγές της; Τί χρειάζεται για να υπάρξει ταχεία ανάπτυξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων της χώρας;
Επί πέντε χρόνια τώρα, η Γερμανία δεν έθεσε αυτές τις ερωτήσεις. Στην πραγματικότητα, συν τω χρόνω, οι ερωτήσεις αντικαταστάθηκαν από την γερμανική οργή για τη ραθυμία και τη διαφθορά των Ελλήνων. Η κατάσταση έγινε άσχημη και πήρε χαρακτήρα προσωπικό και από τις δύο πλευρές. Και οι πιστωτές απέτυχαν να παράσχουν μια ρεαλιστική προσέγγιση για το ελληνικό χρέος, ίσως λόγω του φόβου της Γερμανίας ότι θα έπονταν η Ιταλια, η Πορτογαλία και η Ισπανία, ζητώντας και εκείνες ελάφρυνση.
Οποιος κι εάν είναι ο λόγος, η Γερμανία συμπεριφέρθηκε στην Ελλάδα άσχημα, αποτυγχάνοντας να παράσχει την ενσυναίσθηση, την ανάλυση και την ελάφρυνση του χρέους που απαιτούντο. Κι εάν το έπραξε αυτό για να τρομάξει την Ιταλία και την Ισπανία, θα έπρεπε να θυμηθεί την επιτακτική συμβουλή του Καντ: Τις χώρες, όπως και στα άτομα, πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε ως οντότητες και όχι ως μέσα.
Οι πιστωτές είναι κάποιες φορές σοφοί και κάποιες άλλες απίστευτα ανόητοι. Η Αμερική, η Βρετανία και η Γαλλία στάθηκαν απίστευτα ανόητες στη δεκαετία του '20 επιβάλλοντας υπερβολικές πληρωμές επανορθώσεων στη Γερμανία μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις δεκαετίες του '40 και του '50 οι Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξαν ένας σοφός πιστωτής, παρέχοντας στη Γερμανία νέα κεφάλαια μέσω του σχε΄διου Μάρσαλ και ακολούθησε η διαγραφή χρέους το 1953.
Στη δεκαετία του '80 οι ΗΠΑ ήταν ένας κακός πιστωτής αξιώνοντας υπερβολικές αποπληρωμές οφειλών από τη Λατινική Αμερική και την Αφρική. Στη δεκαετία του '90 και αργότερα συμπεριφέρθηκαν πιο έξυπνα, βάζοντας στο τραπέζι την ελάφρυνση του χρέους. Το 1989, οι ΗΠΑ ήταν αρκετά έξυπνες για να παράσχουν ελάφρυνση χρέους στην Πολωνία (και η Γερμανία ακολούθησε, αν και δυσανασχετώντας). Το 1992 η ανόητη επιμονή τους για αυστηρή εξυπηρέτηση των χρεών της σοβιετικής περιόδου από τη Ρωσία έβαλε τις ρίζες για τις σημερινές τεταμένες σχέσεις.
Οι αξιώσεις της Γερμανίας έχουν φέρει την Ελλάδα ακριβώς στο σημείο πριν από την κατάρρευση, με πιθανές καταστροφικές συνέπειες για την Ελλάδα, την Ευρώπη και την παγκόσμια φήμη της Γερμανίας. Σήμερα είναι ο καιρός για επίδειξη σοφίας και όχι ακαμψίας. Και σοφία δεν σημαίνει χάδι. Η διατήρηση μιας ειρηνικής και ευημερούσας Ευρώπης είναι η πιο ζωτική ευθύνη που έχει η Γερμανία. Είναι όμως, ταυτόχρονα, και το πιο ζωτικό εθνικό της συμφέρον.
Πηγή:http://tvxs.gr