«Η οικονομική κρίση ρίχνει βαριά τη σκιά της πάνω στην
εκπαίδευση. Δεν θα βγούμε όμως από την κρίση, εάν δεν ιεραρχήσουμε ως
προτεραιότητα τη μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης και ευρύτερα την
ανασυγκρότηση του...
κοινωνικού κράτους» τόνισε ο Νίκος Φίλης εγκαινιάζοντας τον Εθνικό Διάλογο στην Παιδεία. Μιλώντας στην πρώτη συνεδρίαση της αρμόδιας Επιτροπής, πρόεδρος της οποίας είναι ο καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστήμιου Αθηνών Αντώνης Λιάκος, ο Νίκος Φίλης παρουσίασε το χρονοδιάγραμμα του εθνικού διαλόγου και αναφέρθηκε στο σχέδιο για την καθιέρωση 14χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένης της 2χρονης υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής. Βάσει του χρονοδιαγράμματος, από τα μέσα Ιανουαρίου έως τα μέσα Μαρτίου, θα οργανωθούν δημόσιες συζητήσεις για επιμέρους θέματα σε εβδομαδιαία βάση. Έως το τέλος Μαρτίου η Επιτροπή Διαλόγου θα έχει καταρτίσει το πρώτο σχέδιο της Έκθεσης, το οποίο έως το τέλος Απριλίου θα τεθεί σε δημόσια συζήτηση.
Σημειώνεται, ότι η εν λόγω επιτροπή, στην οποία συμμετέχουν 36 εκπρόσωποι των τριών βαθμίδων της εκπαίδευσης, είναι η δεύτερη, μετά την επιτροπή διαλόγου της επιτροπής μορφωτικών υποθέσεων της Βουλής, που αρχίζει τις διαδικασίες διαλόγου. Οι άλλοι δύο φορείς που θα λειτουργήσουν παράλληλα στο διάλογο, είναι το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής.
Ο υπουργός Παιδείας τόνισε πως στόχος του διαλόγου είναι να αξιοποιηθούν τα θετικά και να καταργηθούν τα αρνητικά ώστε «υπερβαίνοντας τις παθογένειες, να σχεδιάσουμε ένα νέο παράδειγμα σχολείου, ώστε από το σχολειό της κρίσης, να περάσουμε στο σχολειό της πολιτισμικής-δημοκρατικής ανάτασης και της γενικότερης ανάπτυξης». «Κανένας Διάλογος δεν μπορεί να πετύχει, εάν δεν ανταποκρίνεται στις αγωνίες της κοινωνίας και στην αναγκαία συνεργασία με τους παράγοντες της Εκπαίδευσης. Γι΄ αυτό, δεν προτιθέμεθα να πραγματοποιήσουμε άλλον έναν διάλογο από τα πάνω, ανάμεσα σε τεχνοκράτες της εκπαίδευσης. Θα οργανώσουμε κύκλους συζητήσεων και αναζητήσεων, με ευρεία κοινωνική συμμετοχή, ειδικότερα δε, με την αδιαμεσολάβητη συμμετοχή των εκπαιδευτικών» επεσήμανε με νόημα ο Νίκος Φίλης.
«Σχεδιάζουμε την καθιέρωση 14χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένης της 2χρονης υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής. Την αναμόρφωση της ειδικής αγωγής, μέσω του συστήματος της συνεκπαίδευσης, την καθιέρωση του ολοήμερου δημοτικού σχολείου παντού, την αλλαγή της δομής του Λυκείου και της συνακόλουθης πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου, τις αλλαγές στα αναλυτικά προγράμματα και στο περιεχόμενο σπουδών του γενικού και του επαγγελματικού λυκείου, ένα νέο στρατηγικό σχεδιασμό της επαγγελματικής εκπαίδευσης και της κατάρτισης, τον τολμηρό ανασχεδιασμό πανεπιστημίων, σχολών και τμημάτων, την δημοκρατική ρύθμιση των μεταπτυχιακών σπουδών και άλλα ζητήματα», δήλωσε και συνέχισε:
«Έχουμε συνείδηση ότι μιας τέτοιας έκτασης μεταρρύθμιση χρειάζεται χρόνο, πόρους και σχεδιασμό. Χρειάζεται διακομματική συνεννόηση και κοινωνική συναίνεση. Γι΄αυτό η μεταρρύθμιση δεν εξαντλείται σε ένα-δυό χρόνια, ούτε σε μιά τετραετία. Είναι έργο πνοής. Κι΄ αυτήν την ευθύνη αναλαμβάνουμε ως κυβέρνηση της αριστεράς, απέναντι στην κοινωνία και ειδικότερα απέναντι στη νέα γενιά. Διασφαλίζοντας το δικαίωμά της στη μόρφωση, αναβαθμίζοντας το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, διαμορφώνοντας από σήμερα προϋποθέσεις αξιοποίησης του νέου επιστημονικού δυναμικού σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Ως πρώτο βήμα, από την σχολική 2016-2017, θα προχωρήσουμε σε μόνιμους διορισμούς χιλιάδων εκπαιδευτικών, μετά από μία πενταετία κατά την οποία αποχώρησαν 30.000 εκπαιδευτικοί και έγιναν ουσιαστικά μηδενικοί διορισμοί».
Αναφερόμενος στη χρηματοδότηση της Δημόσιας Παιδείας τόνισε: «Η δημόσια χρηματοδότηση της εκπαίδευσης θα αποτελέσει βασική παράμετρο για τον σχεδιασμό της ανάπτυξης της χώρας. Από την αρχή των μνημονίων τα κονδύλια του προϋπολογισμού για την παιδεία, έχουν υποχωρήσει κατά 35,6%. Φέτος, για πρώτη χρονιά, σταμάτησε η πτώση στο 2,8% επί του ΑΕΠ. Αν ίσχυε το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα της κυβέρνησης Σαμαρά, τα κονδύλια θα έπεφταν στο 2% επί του ΑΕΠ, το 2018. Η κυβέρνηση, θα επιδιώξει να αναστρέψει το καθοδικό σπιράλ της δημόσιας χρηματοδότησης, με στόχο τη σύγκλιση των εκπαιδευτικών δαπανών με τον ευρωπαϊκό μέσον όρο, σε συνάρτηση πάντοτε προς την εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών και της εξόδου της χώρας από την κρίση».
Αναλυτικά η τοποθέτηση του Νίκου Φίλη αλλά και του προέδρου της Επιτροπής Αντώνη Λιακού:
Νίκος Φίλης: «Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ένα έργο πνοής»
Η οικονομική κρίση ρίχνει βαριά τη σκιά της πάνω στην εκπαίδευση. Δεν θα βγούμε όμως από την κρίση, εάν δεν ιεραρχήσουμε ως προτεραιότητα τη μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης και ευρύτερα την ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους.
Η εκπαίδευση είχε περιπέσει σε κρίση πριν την κρίση, αλλά τώρα τα προβλήματα μεγεθύνθηκαν. Είχε χάσει τον κυρίαρχα μορφωτικό χαρακτήρα της και είχε γλιστρήσει σε μια οικονομίστικη αντίληψη. Η παιδεία ολοένα και περισσότερο μετατρεπόταν σε κατάρτιση, η ανθρωπιστική μόρφωση υποχωρούσε, το σχολειό κατάντησε εξεταστικό κέντρο και διάδρομος για την ανώτατη εκπαίδευση. Η δημοκρατική λειτουργία εξοβελίζονταν από αυταρχικές πρακτικές και υϊοθετούνταν πολιτικές που ενοχοποιούσαν τον εκπαιδευτικό για τα δεινά της εκπαίδευσης. Το πνεύμα της συνεργασίας και της αλληλεγγύης είχε καμφθεί απέναντι στο σκληρό ανταγωνισμό. Η απόλαυση της γνώσης, είχε αντικατασταθεί από παράλογες εξεταστικές δοκιμασίες, που οδήγησαν στο να γίνουν οι έφηβοι οι σκληρότερα εργαζόμενοι έλληνες. Η δημοκρατική αντίληψη για τη λειτουργία του σχολείου υποχώρησε μπροστά στον διευθυντισμό και την παλινόρθωση μοντέλων άκαμπτης ιεραρχίας. Η κρίση συλλογικών οραμάτων υπέσκαψε και το συνεκτικό κοινωνικό όραμα για την εκπαίδευση.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η πορεία προς την εκπαιδευτική κρίση δεν υπήρξε ένα καθοδικό συνεχές. Μετά τη μεταπολίτευση, υπήρξαν προσπάθειες μεταρρύθμισης που αποσκοπούσαν στο να ξαναενώσουν το νήμα που είχε κοπεί από την δικτατορία. Ωστόσο, εδώ και πολλά χρόνια η προωθητική δύναμη αυτών των προσπαθειών, έχει σταματήσει. Όχι μόνον γιατί έχει αλλάξει η κατάσταση, αλλά και γιατί υπήρξε η επέλαση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας για το σχολείο.
Σήμερα, ο Διάλογος πρέπει να ξεκινήσει από ένα και μόνον προαπαιτούμενο : η μεταρρύθμιση να ξανααποκτήσει την ιστορικά προσδιορισμένη έννοιά της, δηλαδή την ικανοποίηση της δημοκρατικής αξίωσης για ισότητα μέσω και του σχολείου. Στόχος όχι εύκολος, ιδιαίτερα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, αλλά αναγκαίος. Κι αυτή τη δέσμευση αναλαμβάνουμε ως Υπουργείο.
Γνωρίζουμε ότι, η μεταρρύθμιση επηρεάζεται αλλά δεν πρέπει να ασφυκτιά από τις χρηματοδοτικές προϋποθέσεις. Η μεταρρύθμιση είναι συνώνυμη με τον διαρκή αγώνα για την αλλαγή νοοτροπιών, διαδικασία σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητη από την οικονομική δυσπραγία.
Επιδίωξη του Διαλόγου που ξεκινούμε, είναι, αξιοποιώντας όσα θετικά έχουν υπάρξει, καταργώντας τα αρνητικά και υπερβαίνοντας τις παθογένειες, να σχεδιάσουμε ένα νέο παράδειγμα σχολείου, ώστε από το σχολειό της κρίσης, να περάσουμε στο σχολειό της πολιτισμικής-δημοκρατικής ανάτασης και της γενικότερης ανάπτυξης.
Κανένας Διάλογος δεν μπορεί να πετύχει, εάν δεν ανταποκρίνεται στις αγωνίες της κοινωνίας και στην αναγκαία συνεργασία με τους παράγοντες της Εκπαίδευσης. Γι΄ αυτό, δεν προτιθέμεθα να πραγματοποιήσουμε άλλον έναν διάλογο από τα πάνω, ανάμεσα σε τεχνοκράτες της εκπαίδευσης. Θα οργανώσουμε κύκλους συζητήσεων και αναζητήσεων, με ευρεία κοινωνική συμμετοχή, ειδικότερα δε, με την αδιαμεσολάβητη συμμετοχή των εκπαιδευτικών.
Δεν επιδιώκουμε κι αυτός ο διάλογος να επικεντρωθεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αντιθέτως, θα ακολουθήσουμε τη λογική σειρά: από την προσχολική ηλικία, έως και την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Σχεδιάζουμε την καθιέρωση 14χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένης της 2χρονης υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής. Την αναμόρφωση της ειδικής αγωγής, μέσω του συστήματος της συνεκπαίδευσης, την καθιέρωση του ολοήμερου δημοτικού σχολείου παντού, την αλλαγή της δομής του Λυκείου και της συνακόλουθης πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου, τις αλλαγές στα αναλυτικά προγράμματα και στο περιεχόμενο σπουδών του γενικού και του επαγγελματικού λυκείου, ένα νέο στρατηγικό σχεδιασμό της επαγγελματικής εκπαίδευσης και της κατάρτισης, τον τολμηρό ανασχεδιασμό πανεπιστημίων, σχολών και τμημάτων, την δημοκρατική ρύθμιση των μεταπτυχιακών σπουδών και άλλα ζητήματα. Έχουμε συνείδηση ότι μιας τέτοιας έκτασης μεταρρύθμιση χρειάζεται χρόνο, πόρους και σχεδιασμό. Χρειάζεται διακομματική συνεννόηση και κοινωνική συναίνεση. Γι΄αυτό η μεταρρύθμιση δεν εξαντλείται σε ένα-δυό χρόνια, ούτε σε μιά τετραετία. Είναι έργο πνοής. Κι΄ αυτήν την ευθύνη αναλαμβάνουμε ως κυβέρνηση της αριστεράς, απέναντι στην κοινωνία και ειδικότερα απέναντι στη νέα γενιά. Διασφαλίζοντας το δικαίωμά της στη μόρφωση, αναβαθμίζοντας το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, διαμορφώνοντας από σήμερα προϋποθέσεις αξιοποίησης του νέου επιστημονικού δυναμικού σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Ως πρώτο βήμα, από την σχολική 2016-2017, θα προχωρήσουμε σε μόνιμους διορισμούς χιλιάδων εκπαιδευτικών, μετά από μία πενταετία κατά την οποία αποχώρησαν 30.000 εκπαιδευτικοί και έγιναν ουσιαστικά μηδενικοί διορισμοί.
Η δημόσια χρηματοδότηση της εκπαίδευσης θα αποτελέσει βασική παράμετρο για τον σχεδιασμό της ανάπτυξης της χώρας. Από την αρχή των μνημονίων τα κονδύλια του προϋπολογισμού για την παιδεία, έχουν υποχωρήσει κατά 35,6%. Φέτος, για πρώτη χρονιά, σταμάτησε η πτώση στο 2,8% επί του ΑΕΠ. Αν ίσχυε το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα της κυβέρνησης Σαμαρά, τα κονδύλια θα έπεφταν στο 2% επί του ΑΕΠ, το 2018. Η κυβέρνηση, θα επιδιώξει να αναστρέψει το καθοδικό σπιράλ της δημόσιας χρηματοδότησης, με στόχο τη σύγκλιση των εκπαιδευτικών δαπανών με τον ευρωπαϊκό μέσον όρο, σε συνάρτηση πάντοτε προς την εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών και της εξόδου της χώρας από την κρίση.
Στόχος του Διαλόγου είναι να συνδυάσει εμπειρία και επιστημονική γνώση, να αξιοποιήσει την διεθνή εμπειρία, ιδιαίτερα από χώρες που επλήγησαν από την οικονομική κρίση. Παράλληλα με τον Διάλογο θα προχωρεί και η διαδικασία αξιολόγησης της έκθεσης του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση.
Το χρονοδιάγραμμα του Διαλόγου. Από τα μέσα Ιανουαρίου έως τα μέσα Μαρτίου, θα οργανωθούν δημόσιες συζητήσεις για επιμέρους θέματα σε εβδομαδιαία βάση. Έως το τέλος Μαρτίου η Επιτροπή Διαλόγου θα έχει καταρτίσει το πρώτο σχέδιο της Έκθεσης, το οποίο έως το τέλος Απριλίου θα τεθεί σε δημόσια συζήτηση. Παράλληλα, η Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής θα προχωρεί τον δικό της προγραμματισμό, με διακομματική συνεννόηση. Στο τέλος Απριλίου θα συνταχθεί η Έκθεση για τις προτεραιότητες των αλλαγών στην εκπαίδευση, από την οποίαν θα προκύψουν και οι αναγκαίες νομοθετικές πρωτοβουλίες.
Με αυτές τις σκέψεις, που παραπέμπουν σε δεσμεύσεις, καλωσορίζουμε σήμερα στο Υπουργείο τις προσωπικότητες που συγκροτούν την Επιτροπή. Ευχόμαστε καλή επιτυχία στο έργο σας και διαβεβαιώνουμε ότι θα σεβαστούμε, ότι δεσμευόμαστε πολιτικά από τα αποτελέσματα του Διαλόγου. Καλή επιτυχία και καλή χρονιά.
Η εισήγηση του προέδρου της Επιτροπής, ιστορικού Αντώνη Λιάκου
Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις υπήρξαν στην ιστορία των κοινωνιών από τις σημαντικότερες στιγμές τους. Πρώτο, γιατί συμπύκνωναν τις προσδοκίες των κοινωνιών αυτών για το μέλλον τους. Το ερώτημα, σε κάθε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι τι πολίτες θέλουμε, πώς να αναπαράγεται και να αναγεννιέται η κοινωνία στο μέλλον, εν τέλει τι είδους κοινωνία οραματιζόμαστε. Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι μια στιγμή απόφασης. Χρειάζονται ισχυρή συλλογική και πολιτική βούληση και γίνονται πραγματικότητα μόνο με διαρκή δέσμευση.
Διαπίστωση: Όλοι μας εδώ όμως, είμαστε μάρτυρες του γεγονότος ότι τα τελευταία χρόνια έγιναν αλλεπάλληλες απόπειρες μεταρρυθμίσεων οι οποίες αποδείχτηκαν ατελέσφορες, και μερικές από αυτές επιβλαβείς. Το γεγονός αυτό θέτει τα ζήτημα μήπως η ελληνική κοινωνία δεν έχει ένα όραμα για το μέλλον της, μήπως το φαντασιακό για την παιδεία αποτυπώνει ένα κατακερματισμένο κοινωνικό σώμα, χωρίς κοινές επιδιώξεις, το οποίο αντιμετωπίζει ευκαιριακά το παρόν του και χωρίς προοπτική; Ενδεχομένως ναι. Είναι σύμπτωμα ότι κάτι δεν λειτουργεί στην κοινωνία, στον τρόπο που αναπτύσσεται.
Αυτό που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως «αποτυχία» δεν είναι μόνο ένα ελληνικό ζήτημα. Έχει να κάνει με μια γενικότερη αποτυχία στη σημερινή Ευρώπη, να διατυπωθούν πειστικά οράματα για το μέλλον. Οράματα που συμπεριλαμβάνουν στο συλλογικό το ατομικό. Διαπιστώνουμε μια ριζική αλλαγή της αντίληψης για την εκπαίδευση. Από εκπαιδευτικό αγαθό γίνεται υπηρεσία στην τροχιά της προσφοράς και της ζήτησης. Βέβαια η εκπαίδευση δεν είχε πάψει ποτέ να θεωρείται όχημα κοινωνικής ανόδου. Πέραν όμως της αποσύνδεσης ατομικού-συλλογικού, το καθοριστικό γεγονός είναι ότι η εκπαίδευση έπαψε πλέον να λειτουργεί ως κοινωνικός ανελκυστήρας για τις λαϊκότερες τάξεις και την άνοδό τους στα μεσοστρώματα. Η απομείωση της κοινωνικής ενέργειας, που δεν μπορούσε πλέον να τραβήξει τον ανελκυστήρα, αποδόθηκε στα προβλήματα του ίδιου του ανελκυστήρα. Γι αυτό και οι αλλεπάλληλες επιδιορθώσεις.
Στην Ελλάδα σήμερα, αλληλοεξουδετερώνονται δυο τάσεις, εξίσου προβληματικές. Η μία είναι η αυτοφυής παραδοσιακή εκπαιδευτική κακοδαιμονία: μια περικοκλάδα από γραφειοκρατία και εξατομικευμένες στρατηγικές. Η άλλη είναι ένα μεταφερόμενο και επιβαλλόμενο μοντέλο μεταρρύθμισης, το οποίο κάνει την εκπαίδευση εργαλείο κοινωνικής μηχανικής (social engineering), όπου στη θέση της ρύθμισης των σχέσεων κοινωνία και αγορά, τίθεται η κοινωνία της αγοράς. Και στις δυο περιπτώσεις η εκπαίδευση αδειάζει από το ανθρωπιστικό της περιεχόμενο και τη διαφωτιστική της κληρονομιά, αλλά και από τις σύγχρονες προκλήσεις και γίνεται μια μονόπλευρη προπόνηση για τον στενό επαγγελματικό βίο. Καμιά από τις δυο αυτές παραδόσεις δεν μπορεί να λειτουργήσει γιατί καμιά δεν κατόρθωσε να επιβληθεί στην άλλη. Το αποτέλεσμα; Η δημόσια εκπαίδευση σε στασιμότητα. Οι έχοντες, με ιδιωτικές διαδρομές και με σπουδές στο εξωτερικό, ακολουθούν μια ιδιωτική διαδρομή, οι φτωχοί γηγενείς αρκούνται σε μια φτωχή εκπαίδευση εντός των οικονομικών ορίων της χώρας που έχει χάσει πάνω από το ένα τέταρτο του εθνικού της εισοδήματος. Μια εκπαίδευση για τους ενδεείς μιας ενδεούς χώρας. Κάτι το αντίστοιχο του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, απλώς δίχτυ για τις «ευάλωτες» ομάδες του πληθυσμού.
Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η δημόσια εκπαίδευση κάθε άλλο παρά δωρεάν και δημόσια στο σύνολό της είναι. Τα δίδακτρα παροχετεύονται εκτός των κύριων εκπαιδευτικών φορέων, σε παράπλευρους ιδιωτικούς φορείς. Π.χ. στο πανεπιστήμιο δεν υπάρχουν δίδακτρα, αλλά αυτά καταβάλλονται στα φροντιστήρια, πριν τα παιδιά φοιτήσουν στο πανεπιστήμιο. Πληρώνονται η εκμάθηση των ξένων γλωσσών, της μουσικής και του χορού, αλλά εκτός δημόσιου σχολείου. Τέλος η δυαδικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, δεν εμποδίζει να συνεχίζει το πανεπιστήμιο να λειτουργεί, στην πραγματικότητα ή στο φαντασιακό, ως μηχανισμός κοινωνικής ανόδου, επιβάλλοντας ένα σιδερένιο ζυγό πάνω στο εκπαιδευτικό σύστημα συνολικά, αρχίζοντας από το λύκειο το οποίο έχει εκμηδενίσει.
Πώς μπορούμε να περιγράψουμε τη στιγμή που βρισκόμαστε; Δεν είναι ο αγώνας του καλού απέναντι στο κακό, όπως και να ονοματίσει κανείς την κάθε πλευρά. Βρισκόμαστε σε μια μεταιχμιακή εποχή πολύ μεγάλων αλλαγών, η οποία προκαλεί τεκτονικές μετατοπίσεις που εκδηλώνονται και με μεγάλες κρίσεις. Αν δεν δούμε την ελληνική στιγμή που ζούμε ως μια στιγμή κρίσης σε έναν ευρύτερο κύκλο μεγάλων αλλαγών θα έχουμε χάσει τον ορίζοντα και τον προσανατολισμό μας. Από μιαν άλλη σκοπιά, η εποχή μας θα μπορούσε να περιγραφεί επίσης ως ένας μεγάλος ανταγωνισμός για το ποιες κοινωνικές ομάδες , ποιες κοινωνίες θα στρέψουν αυτές τις μεγάλες αλλαγές προς όφελός τους, ποιο χαρακτήρα θα δώσουν στην εκπαίδευση.
Προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να είμαστε σαφείς για τον χαρακτήρα που θα θέλαμε να αποδώσουμε στην εκπαίδευση. Οφείλουμε να επιδιώξουμε τη μεγίστη δυνατή συναίνεση της κοινωνίας προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν πρέπει να χάνουμε από τον ορίζοντά μας το γεγονός ότι δεν διαχειριζόμαστε ένα τεχνοκρατικό, πολιτικό ουδέτερο ζήτημα. Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις είναι από τα σημαντικότερα και βαθύτερα πολιτικά διακυβεύματα.
Το πρώτο μεγάλο ζήτημα που πρέπει να κατακτήσουμε είναι της εμπιστοσύνης. Γιατί εσείς θα καταφέρετε εκείνο που δεν κατάφεραν οι προηγούμενοι; Ο ΥΠΕΠΘ κ. Φίλης βεβαίωσε ότι θα υιοθετήσει τα πορίσματα του Διαλόγου, αλλά έως την εφαρμογή τους στην πράξη είναι ένας μακρύς δρόμος μέσα από τη γραφειοκρατία, τον υπαλληλικό σχολαστικισμό, τις πολλές επί μέρους αντιρρήσεις που μπορούν να τις πριονίσουν ώστε στο τέλος να μην αλλάξει τίποτε, ή να ανατραπούν από πολιτικές μεταβολές.
Δεν υπάρχει καμιά διασφάλιση εδώ. Μόνο δύο προτάσεις: 1) Να έχουμε την ικανότητα να συμπυκνώσουμε τις αλλαγές που επιδιώκουμε σε στοχευμένες και συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις-κλειδιά, σε κρίσιμα σημεία, μεταρρυθμίσεις καταλύτες που θα αλλάξουν τη συμπεριφορά του συστήματος συνολικά. 2) Να προχωρήσουμε σε θεσμικές αλλαγές οι οποίες δεν μπορούν να ακυρωθούν γιατί δημιουργούν ένα νέο κατώφλι θεσμικών συμπεριφορών. Μεταρρυθμίσεις δηλαδή οι οποίες θα διασφαλίσουν τον χαρακτήρα της εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού, και θα αποτελέσουν την ίσαλο γραμμή, για τις αλλαγές που θα προέλθουν από οποιαδήποτε πολιτική μεταβολή.
Ο διάλογος δεν είναι σκόπιμο να καταλήξει σε ένα είδος μακρού καταλόγου αιτημάτων. Δεν θα ωφελήσει να αναλωθούμε σε συζητήσεις για επί μέρους αιτήματα που ασφαλώς υπάρχουν και μπορεί να είναι δίκαια. Δεν είναι αυτός ο στόχος μας. Δεν θέλουμε κατάλογο ασύνδετων αιτημάτων. Γι αυτό άλλωστε στην Επιτροπή του Κοινωνικού Διαλόγου δεν αντιπροσωπεύονται θεσμοί, συνδικάτα και ομάδες. Η Επιτροπή αποτελείται από υπεύθυνα πρόσωπα που στοχάζονται συνολικά το πρόβλημα της εκπαίδευσης. Που φέρνουν βέβαια την εμπειρία τους από τα πεδία όπου δραστηριοποιούνται, αλλά δεν αποτελούν αντιπροσώπους τους, δεν δεσμεύονται από συλλογικές αποφάσεις φορέων. Αποτελείται από πρόσωπα που θα καταπιαστούν με συγκεκριμένα προβλήματα αλλά με συνολική στόχευση. Η επιτροπή διαλόγου δεν θέλει να υποκαταστήσει ούτε τη Βουλή, όπου αντιπροσωπεύονται κόμματα και ιδεολογίες, ούτε το ΕΣΥΠ το οποίο αντιπροσωπεύει θεσμούς. Καθένας έχει διακριτό ρόλο. Επιδιώκει να σκύψει στην επιστημονική γνώση και εμπειρία, να ακούσει φωνές που δεν ακούγονται , να αφουγκραστεί κατά το δυνατόν τα βαθύτερα ρεύματα της εκπαίδευσης. Δεν σκοπεύει όμως να παραμείνει στην εμπειρία αλλά να διαμεσολαβήσει την εμπειρία με τη γνώση της επιστήμης της εκπαίδευσης, να συνεργαστεί με επιστήμονες της ημεδαπής και της αλλοδαπής στη διαμόρφωση δημόσιων πολιτικών για την εκπαίδευση.
Στο σχεδιασμό μας δεν θα πρέπει να χάσουμε από τα μάτια μας το στόχο μας. Την καταπολέμηση των διακρίσεων και τη μείωση των ανισοτήτων. Πολλοί επικαλούνται την καταπολέμηση των (θρησκευτικών, γλωσσικών, πολιτισμικών κ.α.) διακρίσεων. Αλλά χωρίς την μείωση των ανισοτήτων οι διακρίσεις παραμένουν. Η αυξανόμενη οικονομική και κοινωνική ανισότητα ανάμεσα στους πολίτες μετασχηματίζεται σε πολιτισμική και πολιτική διάκριση. Επομένως η καταπολέμηση των διακρίσεων και η μείωση των ανισοτήτων είναι ο διπλός πολικός αστέρας από τον οποίο δεν πρέπει να αποκλίνουμε για κανένα λόγο. Ήδη από το 1999 σε μια καθοδηγητική διακήρυξή του ο ΟΗΕ αναφέρεται σε τέσσερις θεμελιώδεις αρχές που πρέπει να διέπουν όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης: availability, accessibility, acceptability, adaptability. Δηλαδή υποχρέωση να παρέχεται η εκπαίδευση και στις πιο δύσκολες συνθήκες, ελεύθερη προσβασιμότητα και υποβοήθηση ώστε να είναι προσβάσιμη η εκπαίδευση από όλους, την υποχρέωση να παρέχεται μια εκπαίδευση που δεν θα έρχεται σε σύγκρουση και θα προσβάλει τις πεποιθήσεις των διδασκομένων και των γονιών τους, και τέλος μια εκπαίδευση που θα προσαρμόζεται στις ανάγκες της κοινωνίας και τις αλλαγές των καιρών. Αυτές τις αρχές θα ακολουθήσουμε. Είναι όμως αυτά διασφαλισμένα σήμερα; Οι στόχοι που προηγούμενες μεταρρυθμίσεις έθεταν τα ευνοούσαν ή μήπως τα όξυναν ως χρόνια προβλήματα;
Επομένως θα πρέπει να χαρτογραφήσουμε προσεκτικά το έδαφος πάνω στο οποίο επιχειρούμε εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις.
Η κοινωνία είναι καθημαγμένη από την κρίση, και θα πρέπει να σκύψουμε πάνω στις συνέπειες της κρίσης στα παιδιά, πάνω στα προβλήματα της σχολικής κοινότητας, πάνω στη σχολική συμπεριφορά, στην εγκατάλειψη του σχολείου. Αυτό είναι ένα από τα πρώτιστα καθήκοντά μας. Να χαρτογραφήσουμε τις συνέπειες της κρίσης, αλλά και των νέων πραγματικοτήτων που δημιουργούν τα μεταναστευτικά ρεύματα στο σχολικό πληθυσμό. Εδώ θα πρέπει να σκεφτούμε συγκεκριμένες προτάσεις. (Ομάδα εργασίας για τις συνέπειες της κρίσης)
Η ελληνική πολιτεία επίσης στα χρόνια της κρίσης δεν νομοθετεί κατά το δοκούν. Θα πρέπει να έχουμε συνείδηση των δημοσιονομικών περιορισμών για τις μεταρρυθμίσεις που θα προτείνουμε και της δημοσιονομικής στενότητας. Η ομάδα οικονομικών του Διαλόγου που θα συγκροτηθεί, έχει να ένα έργο δύσκολο, τόσο ως προς την εξεύρεση πρόσθετων πόρων, όσο επίσης ως προς την εξοικονόμηση πόρων. Όσο και να φανεί παράδοξο, παρά τα πέντε χρόνια λιτότητας, υπάρχουν ακόμη πόροι που ξοδεύονται χωρίς αποχρώντα λόγο που δεν έχουν ανακατανεμηθεί σωστά, ή πόροι που μένουν αδρανείς.
Θα πρέπει επίσης να έχουμε συνείδηση ότι η κυβέρνηση είναι εξαναγκασμένη να παίρνει υπόψη της δεσμεύσεις που προέρχονται από διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΟΣΑ, και από τις μνημονιακές υποχρεώσεις. Παίρνω υπόψη μου σημαίνει ότι φιλτράρω την πληροφορία και την πρόταση, δεν την απορρίπτω – ούτε την αποδέχομαι άκριτα. Στις εκθέσεις των διεθνών οργανισμών υπάρχουν διαπιστώσεις στις οποίες έχουμε καταλήξει και εμείς, προτάσεις σωστές, αλλά και προτάσεις που δεν συμφωνούν με τις αρχές μας ή εκτός ελληνικής πραγματικότητας. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ανήκει σε έναν αλληλοσυνδεόμενο κόσμο εκπαιδευτικών συστημάτων, οφείλει να επικοινωνεί και να βρίσκεται σε αλληλόδραση με αυτά, και στο διεθνές πεδίο δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς τις κυρίαρχες τάσεις εκπαιδευτικής πολιτικής. Οφείλουμε να συμμετέχουμε στη διαμόρφωση των πολιτικών αυτών, αλλά να είμαστε σαφείς ως προς τους στόχους μας: θέλουμε μια εκπαίδευση ανθρωπιστική, ανάπτυξης προσωπικοτήτων μέσα στο πλαίσιο των μεγάλων μεταβολών του 20ου αιώνα. Οι αρχές αυτές απαιτούν μια ανθρωπολογική ματιά στην ίδια την εκπαίδευση. Πρέπει συνεχώς να έχουμε στο μυαλό μας ότι εκπαιδεύουμε παιδιά, εφήβους, νέους και ότι η εκπαίδευσή τους δεν μπορεί να συντελεστεί χωρίς τη συμμετοχή και το δικό τους ενθουσιασμό και όραμα για τη ζωή τους.
Ένα από τα σημαντικότερα, ίσως το πιο σημαντικό πρόβλημα είναι η απελευθέρωση του Λυκείου από τις εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Το πρόβλημα είναι βαθιά κοινωνικό. Τα περισσότερα ευρωπαϊκά συστήματα, διαχωρίζουν τους μαθητές αναλόγως των επιδόσεών τους από πολύ νωρίς, από την πιο τρυφερή ηλικία και τους τροχιοδρομούν σε παράλληλα συστήματα. Πρόκειται για μια λογική ταξικού διαχωρισμού (class segregation). Επειδή στην Ελλάδα δεν έχουμε παρόμοιο αυστηρό σύστημα, η στιγμή του διαχωρισμού γίνεται μέσω του μηχανισμού των εξετάσεων προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Γι αυτό και οι εξετάσεις αποκτούν τεράστια κοινωνική σημασία. Ως αποτέλεσμα της υποταγής του συστήματος στις εξετάσεις, δεν είναι μόνο η απονέκρωση μιας ολόκληρης εκπαιδευτικής βαθμίδας, αλλά επίσης να μεταφέρεται προς τις άλλες βαθμίδες αυτή η πίεση , με παραλυτικά αποτελέσματα. Το πρόβλημα αυτό έχει εντοπιστεί από το 1985. Αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις κατέληγαν μόνο στην αλλαγή του συστήματος εξετάσεων, αλλά αυτές παραμένουν ακλόνητες στο κέντρο του συστήματος. Το πρόβλημα της σχέσης της εγκύκλιας εκπαίδευσης με την τριτοβάθμια έχει γίνει ο γόρδιος δεσμός κάθε μεταρρύθμισης. Δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς παρά με ένα ριζοσπαστικό τρόπο. Σύντομα μια ομάδα εργασίας θα φέρει σε συζήτηση τους σχετικούς προβληματισμούς.
Η απελευθέρωση από το ζυγό των εξετάσεων θέτει το κρίσιμο ζήτημα της ριζικής αναδιαμόρφωσης των προγραμμάτων σπουδών στο δημοτικό και στο Λύκειο που θα βάλει στο κέντρο την ενεργοποίηση και έρευνα των μαθητών, την παρατήρηση, την κριτική σκέψη και τις θεματικές προσεγγίσεις, τη βιβλιογραφική αναζήτηση, τις ερευνητικές εργασίες, το διάλογο και το επιχείρημα μέσα στη τάξη, που θα τους απαλλάξει από τον κατακερματισμό των επί μέρους μαθημάτων, θα απαλλάξει από την τυραννία του αναλυτικού προγράμματος, θα επιτρέψει τη συνεργασία ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς.
Οι παρατηρήσεις αυτές, και όσες ακολουθούν προέκυψαν μέσα από τις απαντήσεις των μελών της επιτροπής για τα κύρια ζητήματα που τους απασχολούν στον διάλογο αυτό.
Αρχίζοντας από τα κάτω προς τα πάνω, επομένως από το δημοτικό και το γυμνάσιο, στις πλέον πιο φτωχές και λαϊκές περιοχές, σε περιοχές με μεταναστευτικούς πληθυσμούς, ή στις απομακρυσμένες περιοχές, θα δημιουργήσουμε ένα δίκτυο πρότυπων δράσεων που θα μεταφέρει πολιτισμικούς πόρους στα παιδιά και τους γονείς και θα κάνει το σχολείο πολιτισμικό κέντρο με κυριολεκτικά ολοήμερη και εβδομαδιαία λειτουργία με μια πλούσια προσφορά δράσεων και προγραμμάτων. Θα δημιουργήσουμε μια ζώνη εκπαιδευτικής προτεραιότητας της οποίας στόχος θα είναι η καταπολέμηση των ανισοτήτων και των διακρίσεων με τη δημιουργία ενός δικτύου που θα μετατρέψει τα σχολεία σε εργαστήρια πολιτισμού. Εκεί, στις δύσκολες περιοχές, εκεί όπου υπάρχουν οι περισσότερες ανάγκες, εκεί θα δώσουμε τη δική μας μάχη αριστείας.
Μια άλλη καταλυτική αλλαγή, που προκύπτει από αυτή την πρώτη διαβούλευση, αφορά το πρόβλημα της εκπαίδευσης και της επανεκπαίδευσης των εκπαιδευτικών, τόσο των δασκάλων όσο και προπαντός των καθηγητών, και σύντομα μια επιτροπή θα παρουσιάσει τα πορίσματά της. Σήμερα οι καθηγητές, ως προς το τι διδάσκουν, είναι ηρωϊκά αυτοδίδακτοι, και συχνά διδάσκουν μαθήματα που ουδέποτε διδάχτηκαν στο πανεπιστήμιο. Πάνω από 100 ειδικότητες συνωστίζονται στα αναλυτικά προγράμματα. Αυτά όλα οφείλουν να αλλάξουν, και θα αλλάξουν μέσω της εκπαίδευσης του νέου στελεχικού δυναμικού της εκπαίδευσης και την επανεκπαίδευση των υπηρετούντων.
Ελάφρυνση των προγραμμάτων στο σχολείο, ερευνητικό πνεύμα και καταπολέμηση του κατακερματισμού της γνώσης. Ιδιαίτερα το Λύκειο θα συζητήσουμε τη δυνατότητα τριών αξόνων, ένας από τους οποίους θα είναι η ισχυρή παρουσία της Τέχνης, ως τρόπου έκφρασης, και μάλιστα η εισαγωγή του κινηματογράφου, των πολιτισμικών σπουδών, της μελέτης του πολιτισμού της εικόνας.
Ένα τεράστιο πρόγραμμα απέναντι στο οποίο υπάρχει ερωτηματικό, σε πολλές απαντήσεις, είναι η επαγγελματική και τεχνική εκπαίδευση, η οποία περιλαμβάνει όλη την κλίμακα, από τα επαγγελματικά και τεχνικά λύκεια έως το Πολυτεχνείο και τις ιατρικές σχολές. Κάθετη ή οριζόντια οργάνωση; Η Ελλάδα δεν έχει παράδοση, και εδώ θα πρέπει να κινηθούμε και με τη διεθνή εμπειρία. Χρειαζόμαστε προτάσεις, και προτάσεις από όλους, όχι μόνο τους ειδικούς εκπαιδευτικούς.
Τέλος, τα πανεπιστήμια. Ο ενιαίος χώρος της ανώτατης εκπαίδευσης και της έρευνας φαίνεται να είναι μια κοινή παραδοχή, αλλά πρέπει να αποσαφηνιστεί, και κυρίως να υπάρξει ένα εξορθολογισμός τμημάτων-σχολών και πανεπιστημίων, απέναντι στη χαώδη κατάσταση που υπάρχει τώρα.
Τελειώνω με τρία σημεία που ανακύπτουν και πρέπει να διερευνηθούν .
Πηγή:http://tvxs.gr
κοινωνικού κράτους» τόνισε ο Νίκος Φίλης εγκαινιάζοντας τον Εθνικό Διάλογο στην Παιδεία. Μιλώντας στην πρώτη συνεδρίαση της αρμόδιας Επιτροπής, πρόεδρος της οποίας είναι ο καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστήμιου Αθηνών Αντώνης Λιάκος, ο Νίκος Φίλης παρουσίασε το χρονοδιάγραμμα του εθνικού διαλόγου και αναφέρθηκε στο σχέδιο για την καθιέρωση 14χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένης της 2χρονης υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής. Βάσει του χρονοδιαγράμματος, από τα μέσα Ιανουαρίου έως τα μέσα Μαρτίου, θα οργανωθούν δημόσιες συζητήσεις για επιμέρους θέματα σε εβδομαδιαία βάση. Έως το τέλος Μαρτίου η Επιτροπή Διαλόγου θα έχει καταρτίσει το πρώτο σχέδιο της Έκθεσης, το οποίο έως το τέλος Απριλίου θα τεθεί σε δημόσια συζήτηση.
Σημειώνεται, ότι η εν λόγω επιτροπή, στην οποία συμμετέχουν 36 εκπρόσωποι των τριών βαθμίδων της εκπαίδευσης, είναι η δεύτερη, μετά την επιτροπή διαλόγου της επιτροπής μορφωτικών υποθέσεων της Βουλής, που αρχίζει τις διαδικασίες διαλόγου. Οι άλλοι δύο φορείς που θα λειτουργήσουν παράλληλα στο διάλογο, είναι το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής.
Ο υπουργός Παιδείας τόνισε πως στόχος του διαλόγου είναι να αξιοποιηθούν τα θετικά και να καταργηθούν τα αρνητικά ώστε «υπερβαίνοντας τις παθογένειες, να σχεδιάσουμε ένα νέο παράδειγμα σχολείου, ώστε από το σχολειό της κρίσης, να περάσουμε στο σχολειό της πολιτισμικής-δημοκρατικής ανάτασης και της γενικότερης ανάπτυξης». «Κανένας Διάλογος δεν μπορεί να πετύχει, εάν δεν ανταποκρίνεται στις αγωνίες της κοινωνίας και στην αναγκαία συνεργασία με τους παράγοντες της Εκπαίδευσης. Γι΄ αυτό, δεν προτιθέμεθα να πραγματοποιήσουμε άλλον έναν διάλογο από τα πάνω, ανάμεσα σε τεχνοκράτες της εκπαίδευσης. Θα οργανώσουμε κύκλους συζητήσεων και αναζητήσεων, με ευρεία κοινωνική συμμετοχή, ειδικότερα δε, με την αδιαμεσολάβητη συμμετοχή των εκπαιδευτικών» επεσήμανε με νόημα ο Νίκος Φίλης.
«Σχεδιάζουμε την καθιέρωση 14χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένης της 2χρονης υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής. Την αναμόρφωση της ειδικής αγωγής, μέσω του συστήματος της συνεκπαίδευσης, την καθιέρωση του ολοήμερου δημοτικού σχολείου παντού, την αλλαγή της δομής του Λυκείου και της συνακόλουθης πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου, τις αλλαγές στα αναλυτικά προγράμματα και στο περιεχόμενο σπουδών του γενικού και του επαγγελματικού λυκείου, ένα νέο στρατηγικό σχεδιασμό της επαγγελματικής εκπαίδευσης και της κατάρτισης, τον τολμηρό ανασχεδιασμό πανεπιστημίων, σχολών και τμημάτων, την δημοκρατική ρύθμιση των μεταπτυχιακών σπουδών και άλλα ζητήματα», δήλωσε και συνέχισε:
«Έχουμε συνείδηση ότι μιας τέτοιας έκτασης μεταρρύθμιση χρειάζεται χρόνο, πόρους και σχεδιασμό. Χρειάζεται διακομματική συνεννόηση και κοινωνική συναίνεση. Γι΄αυτό η μεταρρύθμιση δεν εξαντλείται σε ένα-δυό χρόνια, ούτε σε μιά τετραετία. Είναι έργο πνοής. Κι΄ αυτήν την ευθύνη αναλαμβάνουμε ως κυβέρνηση της αριστεράς, απέναντι στην κοινωνία και ειδικότερα απέναντι στη νέα γενιά. Διασφαλίζοντας το δικαίωμά της στη μόρφωση, αναβαθμίζοντας το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, διαμορφώνοντας από σήμερα προϋποθέσεις αξιοποίησης του νέου επιστημονικού δυναμικού σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Ως πρώτο βήμα, από την σχολική 2016-2017, θα προχωρήσουμε σε μόνιμους διορισμούς χιλιάδων εκπαιδευτικών, μετά από μία πενταετία κατά την οποία αποχώρησαν 30.000 εκπαιδευτικοί και έγιναν ουσιαστικά μηδενικοί διορισμοί».
Αναφερόμενος στη χρηματοδότηση της Δημόσιας Παιδείας τόνισε: «Η δημόσια χρηματοδότηση της εκπαίδευσης θα αποτελέσει βασική παράμετρο για τον σχεδιασμό της ανάπτυξης της χώρας. Από την αρχή των μνημονίων τα κονδύλια του προϋπολογισμού για την παιδεία, έχουν υποχωρήσει κατά 35,6%. Φέτος, για πρώτη χρονιά, σταμάτησε η πτώση στο 2,8% επί του ΑΕΠ. Αν ίσχυε το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα της κυβέρνησης Σαμαρά, τα κονδύλια θα έπεφταν στο 2% επί του ΑΕΠ, το 2018. Η κυβέρνηση, θα επιδιώξει να αναστρέψει το καθοδικό σπιράλ της δημόσιας χρηματοδότησης, με στόχο τη σύγκλιση των εκπαιδευτικών δαπανών με τον ευρωπαϊκό μέσον όρο, σε συνάρτηση πάντοτε προς την εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών και της εξόδου της χώρας από την κρίση».
Αναλυτικά η τοποθέτηση του Νίκου Φίλη αλλά και του προέδρου της Επιτροπής Αντώνη Λιακού:
Νίκος Φίλης: «Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ένα έργο πνοής»
Η οικονομική κρίση ρίχνει βαριά τη σκιά της πάνω στην εκπαίδευση. Δεν θα βγούμε όμως από την κρίση, εάν δεν ιεραρχήσουμε ως προτεραιότητα τη μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης και ευρύτερα την ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους.
Η εκπαίδευση είχε περιπέσει σε κρίση πριν την κρίση, αλλά τώρα τα προβλήματα μεγεθύνθηκαν. Είχε χάσει τον κυρίαρχα μορφωτικό χαρακτήρα της και είχε γλιστρήσει σε μια οικονομίστικη αντίληψη. Η παιδεία ολοένα και περισσότερο μετατρεπόταν σε κατάρτιση, η ανθρωπιστική μόρφωση υποχωρούσε, το σχολειό κατάντησε εξεταστικό κέντρο και διάδρομος για την ανώτατη εκπαίδευση. Η δημοκρατική λειτουργία εξοβελίζονταν από αυταρχικές πρακτικές και υϊοθετούνταν πολιτικές που ενοχοποιούσαν τον εκπαιδευτικό για τα δεινά της εκπαίδευσης. Το πνεύμα της συνεργασίας και της αλληλεγγύης είχε καμφθεί απέναντι στο σκληρό ανταγωνισμό. Η απόλαυση της γνώσης, είχε αντικατασταθεί από παράλογες εξεταστικές δοκιμασίες, που οδήγησαν στο να γίνουν οι έφηβοι οι σκληρότερα εργαζόμενοι έλληνες. Η δημοκρατική αντίληψη για τη λειτουργία του σχολείου υποχώρησε μπροστά στον διευθυντισμό και την παλινόρθωση μοντέλων άκαμπτης ιεραρχίας. Η κρίση συλλογικών οραμάτων υπέσκαψε και το συνεκτικό κοινωνικό όραμα για την εκπαίδευση.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η πορεία προς την εκπαιδευτική κρίση δεν υπήρξε ένα καθοδικό συνεχές. Μετά τη μεταπολίτευση, υπήρξαν προσπάθειες μεταρρύθμισης που αποσκοπούσαν στο να ξαναενώσουν το νήμα που είχε κοπεί από την δικτατορία. Ωστόσο, εδώ και πολλά χρόνια η προωθητική δύναμη αυτών των προσπαθειών, έχει σταματήσει. Όχι μόνον γιατί έχει αλλάξει η κατάσταση, αλλά και γιατί υπήρξε η επέλαση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας για το σχολείο.
Σήμερα, ο Διάλογος πρέπει να ξεκινήσει από ένα και μόνον προαπαιτούμενο : η μεταρρύθμιση να ξανααποκτήσει την ιστορικά προσδιορισμένη έννοιά της, δηλαδή την ικανοποίηση της δημοκρατικής αξίωσης για ισότητα μέσω και του σχολείου. Στόχος όχι εύκολος, ιδιαίτερα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, αλλά αναγκαίος. Κι αυτή τη δέσμευση αναλαμβάνουμε ως Υπουργείο.
Γνωρίζουμε ότι, η μεταρρύθμιση επηρεάζεται αλλά δεν πρέπει να ασφυκτιά από τις χρηματοδοτικές προϋποθέσεις. Η μεταρρύθμιση είναι συνώνυμη με τον διαρκή αγώνα για την αλλαγή νοοτροπιών, διαδικασία σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητη από την οικονομική δυσπραγία.
Επιδίωξη του Διαλόγου που ξεκινούμε, είναι, αξιοποιώντας όσα θετικά έχουν υπάρξει, καταργώντας τα αρνητικά και υπερβαίνοντας τις παθογένειες, να σχεδιάσουμε ένα νέο παράδειγμα σχολείου, ώστε από το σχολειό της κρίσης, να περάσουμε στο σχολειό της πολιτισμικής-δημοκρατικής ανάτασης και της γενικότερης ανάπτυξης.
Κανένας Διάλογος δεν μπορεί να πετύχει, εάν δεν ανταποκρίνεται στις αγωνίες της κοινωνίας και στην αναγκαία συνεργασία με τους παράγοντες της Εκπαίδευσης. Γι΄ αυτό, δεν προτιθέμεθα να πραγματοποιήσουμε άλλον έναν διάλογο από τα πάνω, ανάμεσα σε τεχνοκράτες της εκπαίδευσης. Θα οργανώσουμε κύκλους συζητήσεων και αναζητήσεων, με ευρεία κοινωνική συμμετοχή, ειδικότερα δε, με την αδιαμεσολάβητη συμμετοχή των εκπαιδευτικών.
Δεν επιδιώκουμε κι αυτός ο διάλογος να επικεντρωθεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αντιθέτως, θα ακολουθήσουμε τη λογική σειρά: από την προσχολική ηλικία, έως και την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Σχεδιάζουμε την καθιέρωση 14χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένης της 2χρονης υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής. Την αναμόρφωση της ειδικής αγωγής, μέσω του συστήματος της συνεκπαίδευσης, την καθιέρωση του ολοήμερου δημοτικού σχολείου παντού, την αλλαγή της δομής του Λυκείου και της συνακόλουθης πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου, τις αλλαγές στα αναλυτικά προγράμματα και στο περιεχόμενο σπουδών του γενικού και του επαγγελματικού λυκείου, ένα νέο στρατηγικό σχεδιασμό της επαγγελματικής εκπαίδευσης και της κατάρτισης, τον τολμηρό ανασχεδιασμό πανεπιστημίων, σχολών και τμημάτων, την δημοκρατική ρύθμιση των μεταπτυχιακών σπουδών και άλλα ζητήματα. Έχουμε συνείδηση ότι μιας τέτοιας έκτασης μεταρρύθμιση χρειάζεται χρόνο, πόρους και σχεδιασμό. Χρειάζεται διακομματική συνεννόηση και κοινωνική συναίνεση. Γι΄αυτό η μεταρρύθμιση δεν εξαντλείται σε ένα-δυό χρόνια, ούτε σε μιά τετραετία. Είναι έργο πνοής. Κι΄ αυτήν την ευθύνη αναλαμβάνουμε ως κυβέρνηση της αριστεράς, απέναντι στην κοινωνία και ειδικότερα απέναντι στη νέα γενιά. Διασφαλίζοντας το δικαίωμά της στη μόρφωση, αναβαθμίζοντας το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, διαμορφώνοντας από σήμερα προϋποθέσεις αξιοποίησης του νέου επιστημονικού δυναμικού σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Ως πρώτο βήμα, από την σχολική 2016-2017, θα προχωρήσουμε σε μόνιμους διορισμούς χιλιάδων εκπαιδευτικών, μετά από μία πενταετία κατά την οποία αποχώρησαν 30.000 εκπαιδευτικοί και έγιναν ουσιαστικά μηδενικοί διορισμοί.
Η δημόσια χρηματοδότηση της εκπαίδευσης θα αποτελέσει βασική παράμετρο για τον σχεδιασμό της ανάπτυξης της χώρας. Από την αρχή των μνημονίων τα κονδύλια του προϋπολογισμού για την παιδεία, έχουν υποχωρήσει κατά 35,6%. Φέτος, για πρώτη χρονιά, σταμάτησε η πτώση στο 2,8% επί του ΑΕΠ. Αν ίσχυε το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα της κυβέρνησης Σαμαρά, τα κονδύλια θα έπεφταν στο 2% επί του ΑΕΠ, το 2018. Η κυβέρνηση, θα επιδιώξει να αναστρέψει το καθοδικό σπιράλ της δημόσιας χρηματοδότησης, με στόχο τη σύγκλιση των εκπαιδευτικών δαπανών με τον ευρωπαϊκό μέσον όρο, σε συνάρτηση πάντοτε προς την εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών και της εξόδου της χώρας από την κρίση.
Στόχος του Διαλόγου είναι να συνδυάσει εμπειρία και επιστημονική γνώση, να αξιοποιήσει την διεθνή εμπειρία, ιδιαίτερα από χώρες που επλήγησαν από την οικονομική κρίση. Παράλληλα με τον Διάλογο θα προχωρεί και η διαδικασία αξιολόγησης της έκθεσης του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση.
Το χρονοδιάγραμμα του Διαλόγου. Από τα μέσα Ιανουαρίου έως τα μέσα Μαρτίου, θα οργανωθούν δημόσιες συζητήσεις για επιμέρους θέματα σε εβδομαδιαία βάση. Έως το τέλος Μαρτίου η Επιτροπή Διαλόγου θα έχει καταρτίσει το πρώτο σχέδιο της Έκθεσης, το οποίο έως το τέλος Απριλίου θα τεθεί σε δημόσια συζήτηση. Παράλληλα, η Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής θα προχωρεί τον δικό της προγραμματισμό, με διακομματική συνεννόηση. Στο τέλος Απριλίου θα συνταχθεί η Έκθεση για τις προτεραιότητες των αλλαγών στην εκπαίδευση, από την οποίαν θα προκύψουν και οι αναγκαίες νομοθετικές πρωτοβουλίες.
Με αυτές τις σκέψεις, που παραπέμπουν σε δεσμεύσεις, καλωσορίζουμε σήμερα στο Υπουργείο τις προσωπικότητες που συγκροτούν την Επιτροπή. Ευχόμαστε καλή επιτυχία στο έργο σας και διαβεβαιώνουμε ότι θα σεβαστούμε, ότι δεσμευόμαστε πολιτικά από τα αποτελέσματα του Διαλόγου. Καλή επιτυχία και καλή χρονιά.
Η εισήγηση του προέδρου της Επιτροπής, ιστορικού Αντώνη Λιάκου
Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις υπήρξαν στην ιστορία των κοινωνιών από τις σημαντικότερες στιγμές τους. Πρώτο, γιατί συμπύκνωναν τις προσδοκίες των κοινωνιών αυτών για το μέλλον τους. Το ερώτημα, σε κάθε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι τι πολίτες θέλουμε, πώς να αναπαράγεται και να αναγεννιέται η κοινωνία στο μέλλον, εν τέλει τι είδους κοινωνία οραματιζόμαστε. Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι μια στιγμή απόφασης. Χρειάζονται ισχυρή συλλογική και πολιτική βούληση και γίνονται πραγματικότητα μόνο με διαρκή δέσμευση.
Διαπίστωση: Όλοι μας εδώ όμως, είμαστε μάρτυρες του γεγονότος ότι τα τελευταία χρόνια έγιναν αλλεπάλληλες απόπειρες μεταρρυθμίσεων οι οποίες αποδείχτηκαν ατελέσφορες, και μερικές από αυτές επιβλαβείς. Το γεγονός αυτό θέτει τα ζήτημα μήπως η ελληνική κοινωνία δεν έχει ένα όραμα για το μέλλον της, μήπως το φαντασιακό για την παιδεία αποτυπώνει ένα κατακερματισμένο κοινωνικό σώμα, χωρίς κοινές επιδιώξεις, το οποίο αντιμετωπίζει ευκαιριακά το παρόν του και χωρίς προοπτική; Ενδεχομένως ναι. Είναι σύμπτωμα ότι κάτι δεν λειτουργεί στην κοινωνία, στον τρόπο που αναπτύσσεται.
Αυτό που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως «αποτυχία» δεν είναι μόνο ένα ελληνικό ζήτημα. Έχει να κάνει με μια γενικότερη αποτυχία στη σημερινή Ευρώπη, να διατυπωθούν πειστικά οράματα για το μέλλον. Οράματα που συμπεριλαμβάνουν στο συλλογικό το ατομικό. Διαπιστώνουμε μια ριζική αλλαγή της αντίληψης για την εκπαίδευση. Από εκπαιδευτικό αγαθό γίνεται υπηρεσία στην τροχιά της προσφοράς και της ζήτησης. Βέβαια η εκπαίδευση δεν είχε πάψει ποτέ να θεωρείται όχημα κοινωνικής ανόδου. Πέραν όμως της αποσύνδεσης ατομικού-συλλογικού, το καθοριστικό γεγονός είναι ότι η εκπαίδευση έπαψε πλέον να λειτουργεί ως κοινωνικός ανελκυστήρας για τις λαϊκότερες τάξεις και την άνοδό τους στα μεσοστρώματα. Η απομείωση της κοινωνικής ενέργειας, που δεν μπορούσε πλέον να τραβήξει τον ανελκυστήρα, αποδόθηκε στα προβλήματα του ίδιου του ανελκυστήρα. Γι αυτό και οι αλλεπάλληλες επιδιορθώσεις.
Στην Ελλάδα σήμερα, αλληλοεξουδετερώνονται δυο τάσεις, εξίσου προβληματικές. Η μία είναι η αυτοφυής παραδοσιακή εκπαιδευτική κακοδαιμονία: μια περικοκλάδα από γραφειοκρατία και εξατομικευμένες στρατηγικές. Η άλλη είναι ένα μεταφερόμενο και επιβαλλόμενο μοντέλο μεταρρύθμισης, το οποίο κάνει την εκπαίδευση εργαλείο κοινωνικής μηχανικής (social engineering), όπου στη θέση της ρύθμισης των σχέσεων κοινωνία και αγορά, τίθεται η κοινωνία της αγοράς. Και στις δυο περιπτώσεις η εκπαίδευση αδειάζει από το ανθρωπιστικό της περιεχόμενο και τη διαφωτιστική της κληρονομιά, αλλά και από τις σύγχρονες προκλήσεις και γίνεται μια μονόπλευρη προπόνηση για τον στενό επαγγελματικό βίο. Καμιά από τις δυο αυτές παραδόσεις δεν μπορεί να λειτουργήσει γιατί καμιά δεν κατόρθωσε να επιβληθεί στην άλλη. Το αποτέλεσμα; Η δημόσια εκπαίδευση σε στασιμότητα. Οι έχοντες, με ιδιωτικές διαδρομές και με σπουδές στο εξωτερικό, ακολουθούν μια ιδιωτική διαδρομή, οι φτωχοί γηγενείς αρκούνται σε μια φτωχή εκπαίδευση εντός των οικονομικών ορίων της χώρας που έχει χάσει πάνω από το ένα τέταρτο του εθνικού της εισοδήματος. Μια εκπαίδευση για τους ενδεείς μιας ενδεούς χώρας. Κάτι το αντίστοιχο του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, απλώς δίχτυ για τις «ευάλωτες» ομάδες του πληθυσμού.
Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η δημόσια εκπαίδευση κάθε άλλο παρά δωρεάν και δημόσια στο σύνολό της είναι. Τα δίδακτρα παροχετεύονται εκτός των κύριων εκπαιδευτικών φορέων, σε παράπλευρους ιδιωτικούς φορείς. Π.χ. στο πανεπιστήμιο δεν υπάρχουν δίδακτρα, αλλά αυτά καταβάλλονται στα φροντιστήρια, πριν τα παιδιά φοιτήσουν στο πανεπιστήμιο. Πληρώνονται η εκμάθηση των ξένων γλωσσών, της μουσικής και του χορού, αλλά εκτός δημόσιου σχολείου. Τέλος η δυαδικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, δεν εμποδίζει να συνεχίζει το πανεπιστήμιο να λειτουργεί, στην πραγματικότητα ή στο φαντασιακό, ως μηχανισμός κοινωνικής ανόδου, επιβάλλοντας ένα σιδερένιο ζυγό πάνω στο εκπαιδευτικό σύστημα συνολικά, αρχίζοντας από το λύκειο το οποίο έχει εκμηδενίσει.
Πώς μπορούμε να περιγράψουμε τη στιγμή που βρισκόμαστε; Δεν είναι ο αγώνας του καλού απέναντι στο κακό, όπως και να ονοματίσει κανείς την κάθε πλευρά. Βρισκόμαστε σε μια μεταιχμιακή εποχή πολύ μεγάλων αλλαγών, η οποία προκαλεί τεκτονικές μετατοπίσεις που εκδηλώνονται και με μεγάλες κρίσεις. Αν δεν δούμε την ελληνική στιγμή που ζούμε ως μια στιγμή κρίσης σε έναν ευρύτερο κύκλο μεγάλων αλλαγών θα έχουμε χάσει τον ορίζοντα και τον προσανατολισμό μας. Από μιαν άλλη σκοπιά, η εποχή μας θα μπορούσε να περιγραφεί επίσης ως ένας μεγάλος ανταγωνισμός για το ποιες κοινωνικές ομάδες , ποιες κοινωνίες θα στρέψουν αυτές τις μεγάλες αλλαγές προς όφελός τους, ποιο χαρακτήρα θα δώσουν στην εκπαίδευση.
Προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να είμαστε σαφείς για τον χαρακτήρα που θα θέλαμε να αποδώσουμε στην εκπαίδευση. Οφείλουμε να επιδιώξουμε τη μεγίστη δυνατή συναίνεση της κοινωνίας προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν πρέπει να χάνουμε από τον ορίζοντά μας το γεγονός ότι δεν διαχειριζόμαστε ένα τεχνοκρατικό, πολιτικό ουδέτερο ζήτημα. Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις είναι από τα σημαντικότερα και βαθύτερα πολιτικά διακυβεύματα.
Το πρώτο μεγάλο ζήτημα που πρέπει να κατακτήσουμε είναι της εμπιστοσύνης. Γιατί εσείς θα καταφέρετε εκείνο που δεν κατάφεραν οι προηγούμενοι; Ο ΥΠΕΠΘ κ. Φίλης βεβαίωσε ότι θα υιοθετήσει τα πορίσματα του Διαλόγου, αλλά έως την εφαρμογή τους στην πράξη είναι ένας μακρύς δρόμος μέσα από τη γραφειοκρατία, τον υπαλληλικό σχολαστικισμό, τις πολλές επί μέρους αντιρρήσεις που μπορούν να τις πριονίσουν ώστε στο τέλος να μην αλλάξει τίποτε, ή να ανατραπούν από πολιτικές μεταβολές.
Δεν υπάρχει καμιά διασφάλιση εδώ. Μόνο δύο προτάσεις: 1) Να έχουμε την ικανότητα να συμπυκνώσουμε τις αλλαγές που επιδιώκουμε σε στοχευμένες και συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις-κλειδιά, σε κρίσιμα σημεία, μεταρρυθμίσεις καταλύτες που θα αλλάξουν τη συμπεριφορά του συστήματος συνολικά. 2) Να προχωρήσουμε σε θεσμικές αλλαγές οι οποίες δεν μπορούν να ακυρωθούν γιατί δημιουργούν ένα νέο κατώφλι θεσμικών συμπεριφορών. Μεταρρυθμίσεις δηλαδή οι οποίες θα διασφαλίσουν τον χαρακτήρα της εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού, και θα αποτελέσουν την ίσαλο γραμμή, για τις αλλαγές που θα προέλθουν από οποιαδήποτε πολιτική μεταβολή.
Ο διάλογος δεν είναι σκόπιμο να καταλήξει σε ένα είδος μακρού καταλόγου αιτημάτων. Δεν θα ωφελήσει να αναλωθούμε σε συζητήσεις για επί μέρους αιτήματα που ασφαλώς υπάρχουν και μπορεί να είναι δίκαια. Δεν είναι αυτός ο στόχος μας. Δεν θέλουμε κατάλογο ασύνδετων αιτημάτων. Γι αυτό άλλωστε στην Επιτροπή του Κοινωνικού Διαλόγου δεν αντιπροσωπεύονται θεσμοί, συνδικάτα και ομάδες. Η Επιτροπή αποτελείται από υπεύθυνα πρόσωπα που στοχάζονται συνολικά το πρόβλημα της εκπαίδευσης. Που φέρνουν βέβαια την εμπειρία τους από τα πεδία όπου δραστηριοποιούνται, αλλά δεν αποτελούν αντιπροσώπους τους, δεν δεσμεύονται από συλλογικές αποφάσεις φορέων. Αποτελείται από πρόσωπα που θα καταπιαστούν με συγκεκριμένα προβλήματα αλλά με συνολική στόχευση. Η επιτροπή διαλόγου δεν θέλει να υποκαταστήσει ούτε τη Βουλή, όπου αντιπροσωπεύονται κόμματα και ιδεολογίες, ούτε το ΕΣΥΠ το οποίο αντιπροσωπεύει θεσμούς. Καθένας έχει διακριτό ρόλο. Επιδιώκει να σκύψει στην επιστημονική γνώση και εμπειρία, να ακούσει φωνές που δεν ακούγονται , να αφουγκραστεί κατά το δυνατόν τα βαθύτερα ρεύματα της εκπαίδευσης. Δεν σκοπεύει όμως να παραμείνει στην εμπειρία αλλά να διαμεσολαβήσει την εμπειρία με τη γνώση της επιστήμης της εκπαίδευσης, να συνεργαστεί με επιστήμονες της ημεδαπής και της αλλοδαπής στη διαμόρφωση δημόσιων πολιτικών για την εκπαίδευση.
Στο σχεδιασμό μας δεν θα πρέπει να χάσουμε από τα μάτια μας το στόχο μας. Την καταπολέμηση των διακρίσεων και τη μείωση των ανισοτήτων. Πολλοί επικαλούνται την καταπολέμηση των (θρησκευτικών, γλωσσικών, πολιτισμικών κ.α.) διακρίσεων. Αλλά χωρίς την μείωση των ανισοτήτων οι διακρίσεις παραμένουν. Η αυξανόμενη οικονομική και κοινωνική ανισότητα ανάμεσα στους πολίτες μετασχηματίζεται σε πολιτισμική και πολιτική διάκριση. Επομένως η καταπολέμηση των διακρίσεων και η μείωση των ανισοτήτων είναι ο διπλός πολικός αστέρας από τον οποίο δεν πρέπει να αποκλίνουμε για κανένα λόγο. Ήδη από το 1999 σε μια καθοδηγητική διακήρυξή του ο ΟΗΕ αναφέρεται σε τέσσερις θεμελιώδεις αρχές που πρέπει να διέπουν όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης: availability, accessibility, acceptability, adaptability. Δηλαδή υποχρέωση να παρέχεται η εκπαίδευση και στις πιο δύσκολες συνθήκες, ελεύθερη προσβασιμότητα και υποβοήθηση ώστε να είναι προσβάσιμη η εκπαίδευση από όλους, την υποχρέωση να παρέχεται μια εκπαίδευση που δεν θα έρχεται σε σύγκρουση και θα προσβάλει τις πεποιθήσεις των διδασκομένων και των γονιών τους, και τέλος μια εκπαίδευση που θα προσαρμόζεται στις ανάγκες της κοινωνίας και τις αλλαγές των καιρών. Αυτές τις αρχές θα ακολουθήσουμε. Είναι όμως αυτά διασφαλισμένα σήμερα; Οι στόχοι που προηγούμενες μεταρρυθμίσεις έθεταν τα ευνοούσαν ή μήπως τα όξυναν ως χρόνια προβλήματα;
Επομένως θα πρέπει να χαρτογραφήσουμε προσεκτικά το έδαφος πάνω στο οποίο επιχειρούμε εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις.
Η κοινωνία είναι καθημαγμένη από την κρίση, και θα πρέπει να σκύψουμε πάνω στις συνέπειες της κρίσης στα παιδιά, πάνω στα προβλήματα της σχολικής κοινότητας, πάνω στη σχολική συμπεριφορά, στην εγκατάλειψη του σχολείου. Αυτό είναι ένα από τα πρώτιστα καθήκοντά μας. Να χαρτογραφήσουμε τις συνέπειες της κρίσης, αλλά και των νέων πραγματικοτήτων που δημιουργούν τα μεταναστευτικά ρεύματα στο σχολικό πληθυσμό. Εδώ θα πρέπει να σκεφτούμε συγκεκριμένες προτάσεις. (Ομάδα εργασίας για τις συνέπειες της κρίσης)
Η ελληνική πολιτεία επίσης στα χρόνια της κρίσης δεν νομοθετεί κατά το δοκούν. Θα πρέπει να έχουμε συνείδηση των δημοσιονομικών περιορισμών για τις μεταρρυθμίσεις που θα προτείνουμε και της δημοσιονομικής στενότητας. Η ομάδα οικονομικών του Διαλόγου που θα συγκροτηθεί, έχει να ένα έργο δύσκολο, τόσο ως προς την εξεύρεση πρόσθετων πόρων, όσο επίσης ως προς την εξοικονόμηση πόρων. Όσο και να φανεί παράδοξο, παρά τα πέντε χρόνια λιτότητας, υπάρχουν ακόμη πόροι που ξοδεύονται χωρίς αποχρώντα λόγο που δεν έχουν ανακατανεμηθεί σωστά, ή πόροι που μένουν αδρανείς.
Θα πρέπει επίσης να έχουμε συνείδηση ότι η κυβέρνηση είναι εξαναγκασμένη να παίρνει υπόψη της δεσμεύσεις που προέρχονται από διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΟΣΑ, και από τις μνημονιακές υποχρεώσεις. Παίρνω υπόψη μου σημαίνει ότι φιλτράρω την πληροφορία και την πρόταση, δεν την απορρίπτω – ούτε την αποδέχομαι άκριτα. Στις εκθέσεις των διεθνών οργανισμών υπάρχουν διαπιστώσεις στις οποίες έχουμε καταλήξει και εμείς, προτάσεις σωστές, αλλά και προτάσεις που δεν συμφωνούν με τις αρχές μας ή εκτός ελληνικής πραγματικότητας. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ανήκει σε έναν αλληλοσυνδεόμενο κόσμο εκπαιδευτικών συστημάτων, οφείλει να επικοινωνεί και να βρίσκεται σε αλληλόδραση με αυτά, και στο διεθνές πεδίο δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς τις κυρίαρχες τάσεις εκπαιδευτικής πολιτικής. Οφείλουμε να συμμετέχουμε στη διαμόρφωση των πολιτικών αυτών, αλλά να είμαστε σαφείς ως προς τους στόχους μας: θέλουμε μια εκπαίδευση ανθρωπιστική, ανάπτυξης προσωπικοτήτων μέσα στο πλαίσιο των μεγάλων μεταβολών του 20ου αιώνα. Οι αρχές αυτές απαιτούν μια ανθρωπολογική ματιά στην ίδια την εκπαίδευση. Πρέπει συνεχώς να έχουμε στο μυαλό μας ότι εκπαιδεύουμε παιδιά, εφήβους, νέους και ότι η εκπαίδευσή τους δεν μπορεί να συντελεστεί χωρίς τη συμμετοχή και το δικό τους ενθουσιασμό και όραμα για τη ζωή τους.
Ένα από τα σημαντικότερα, ίσως το πιο σημαντικό πρόβλημα είναι η απελευθέρωση του Λυκείου από τις εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Το πρόβλημα είναι βαθιά κοινωνικό. Τα περισσότερα ευρωπαϊκά συστήματα, διαχωρίζουν τους μαθητές αναλόγως των επιδόσεών τους από πολύ νωρίς, από την πιο τρυφερή ηλικία και τους τροχιοδρομούν σε παράλληλα συστήματα. Πρόκειται για μια λογική ταξικού διαχωρισμού (class segregation). Επειδή στην Ελλάδα δεν έχουμε παρόμοιο αυστηρό σύστημα, η στιγμή του διαχωρισμού γίνεται μέσω του μηχανισμού των εξετάσεων προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Γι αυτό και οι εξετάσεις αποκτούν τεράστια κοινωνική σημασία. Ως αποτέλεσμα της υποταγής του συστήματος στις εξετάσεις, δεν είναι μόνο η απονέκρωση μιας ολόκληρης εκπαιδευτικής βαθμίδας, αλλά επίσης να μεταφέρεται προς τις άλλες βαθμίδες αυτή η πίεση , με παραλυτικά αποτελέσματα. Το πρόβλημα αυτό έχει εντοπιστεί από το 1985. Αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις κατέληγαν μόνο στην αλλαγή του συστήματος εξετάσεων, αλλά αυτές παραμένουν ακλόνητες στο κέντρο του συστήματος. Το πρόβλημα της σχέσης της εγκύκλιας εκπαίδευσης με την τριτοβάθμια έχει γίνει ο γόρδιος δεσμός κάθε μεταρρύθμισης. Δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς παρά με ένα ριζοσπαστικό τρόπο. Σύντομα μια ομάδα εργασίας θα φέρει σε συζήτηση τους σχετικούς προβληματισμούς.
Η απελευθέρωση από το ζυγό των εξετάσεων θέτει το κρίσιμο ζήτημα της ριζικής αναδιαμόρφωσης των προγραμμάτων σπουδών στο δημοτικό και στο Λύκειο που θα βάλει στο κέντρο την ενεργοποίηση και έρευνα των μαθητών, την παρατήρηση, την κριτική σκέψη και τις θεματικές προσεγγίσεις, τη βιβλιογραφική αναζήτηση, τις ερευνητικές εργασίες, το διάλογο και το επιχείρημα μέσα στη τάξη, που θα τους απαλλάξει από τον κατακερματισμό των επί μέρους μαθημάτων, θα απαλλάξει από την τυραννία του αναλυτικού προγράμματος, θα επιτρέψει τη συνεργασία ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς.
Οι παρατηρήσεις αυτές, και όσες ακολουθούν προέκυψαν μέσα από τις απαντήσεις των μελών της επιτροπής για τα κύρια ζητήματα που τους απασχολούν στον διάλογο αυτό.
Αρχίζοντας από τα κάτω προς τα πάνω, επομένως από το δημοτικό και το γυμνάσιο, στις πλέον πιο φτωχές και λαϊκές περιοχές, σε περιοχές με μεταναστευτικούς πληθυσμούς, ή στις απομακρυσμένες περιοχές, θα δημιουργήσουμε ένα δίκτυο πρότυπων δράσεων που θα μεταφέρει πολιτισμικούς πόρους στα παιδιά και τους γονείς και θα κάνει το σχολείο πολιτισμικό κέντρο με κυριολεκτικά ολοήμερη και εβδομαδιαία λειτουργία με μια πλούσια προσφορά δράσεων και προγραμμάτων. Θα δημιουργήσουμε μια ζώνη εκπαιδευτικής προτεραιότητας της οποίας στόχος θα είναι η καταπολέμηση των ανισοτήτων και των διακρίσεων με τη δημιουργία ενός δικτύου που θα μετατρέψει τα σχολεία σε εργαστήρια πολιτισμού. Εκεί, στις δύσκολες περιοχές, εκεί όπου υπάρχουν οι περισσότερες ανάγκες, εκεί θα δώσουμε τη δική μας μάχη αριστείας.
Μια άλλη καταλυτική αλλαγή, που προκύπτει από αυτή την πρώτη διαβούλευση, αφορά το πρόβλημα της εκπαίδευσης και της επανεκπαίδευσης των εκπαιδευτικών, τόσο των δασκάλων όσο και προπαντός των καθηγητών, και σύντομα μια επιτροπή θα παρουσιάσει τα πορίσματά της. Σήμερα οι καθηγητές, ως προς το τι διδάσκουν, είναι ηρωϊκά αυτοδίδακτοι, και συχνά διδάσκουν μαθήματα που ουδέποτε διδάχτηκαν στο πανεπιστήμιο. Πάνω από 100 ειδικότητες συνωστίζονται στα αναλυτικά προγράμματα. Αυτά όλα οφείλουν να αλλάξουν, και θα αλλάξουν μέσω της εκπαίδευσης του νέου στελεχικού δυναμικού της εκπαίδευσης και την επανεκπαίδευση των υπηρετούντων.
Ελάφρυνση των προγραμμάτων στο σχολείο, ερευνητικό πνεύμα και καταπολέμηση του κατακερματισμού της γνώσης. Ιδιαίτερα το Λύκειο θα συζητήσουμε τη δυνατότητα τριών αξόνων, ένας από τους οποίους θα είναι η ισχυρή παρουσία της Τέχνης, ως τρόπου έκφρασης, και μάλιστα η εισαγωγή του κινηματογράφου, των πολιτισμικών σπουδών, της μελέτης του πολιτισμού της εικόνας.
Ένα τεράστιο πρόγραμμα απέναντι στο οποίο υπάρχει ερωτηματικό, σε πολλές απαντήσεις, είναι η επαγγελματική και τεχνική εκπαίδευση, η οποία περιλαμβάνει όλη την κλίμακα, από τα επαγγελματικά και τεχνικά λύκεια έως το Πολυτεχνείο και τις ιατρικές σχολές. Κάθετη ή οριζόντια οργάνωση; Η Ελλάδα δεν έχει παράδοση, και εδώ θα πρέπει να κινηθούμε και με τη διεθνή εμπειρία. Χρειαζόμαστε προτάσεις, και προτάσεις από όλους, όχι μόνο τους ειδικούς εκπαιδευτικούς.
Τέλος, τα πανεπιστήμια. Ο ενιαίος χώρος της ανώτατης εκπαίδευσης και της έρευνας φαίνεται να είναι μια κοινή παραδοχή, αλλά πρέπει να αποσαφηνιστεί, και κυρίως να υπάρξει ένα εξορθολογισμός τμημάτων-σχολών και πανεπιστημίων, απέναντι στη χαώδη κατάσταση που υπάρχει τώρα.
Τελειώνω με τρία σημεία που ανακύπτουν και πρέπει να διερευνηθούν .
- Τα οικονομικά του πανεπιστημίου.
- Η σχέση τοπικής αυτοδιοίκησης με την εκπαίδευση. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα κρίνεται υπερβολικά συγκεντρωτικό, από την άλλη η αυτοδιοίκηση αδύναμη και χωρίς πόρους.
- Η προετοιμασία για την PISA και τη διεθνή αξιολόγηση των εκπαιδευτικών προβλημάτων της χώρας. Το ζήτημα της αξιολόγησης πρέπει να πάψει να λειτουργεί είτε ως φόβητρο, είτε ως γραφειοκρατικό βαρίδι και δαπάνη χρόνου, χωρίς να εξασφαλίζει την ανάδραση και τον αναστοχασμό της εκπαιδευτικής μας δουλειάς.
Πηγή:http://tvxs.gr