Ένας νόμος υπέρ των χαμηλόμισθων, ο οποίος δεν ισοπεδώθηκε από τα
τρία μνημόνια, δίνει τη δυνατότητα σε όσους εργαζόμενους εισπράττουν το
βασικό μισθό να πάρουν μια αύξηση ύψος 39,09.
Συγκεκριμένα, ο νόμος είναι ο 2837, ο οποίος ψηφίστηκε τον
Αύγουστο του 2000 και προβλέπει ότι το ΙΚΑ...
επιδοτεί την ασφαλιστική εισφορά του εργαζόμενου (έως 39,09 ευρώ το μήνα).
Με απλά λόγια, εφόσον ενεργοποιηθεί ο νόμος, δηλαδή, δηλωθεί από τον εργοδότη στο ΙΚΑ ότι ο υπάλληλος δικαιούται την ειδική Επιδότηση Εργατικής Εισφοράς, τότε τα 39,09 ευρώ θα αποδίδονται πλέον στον εργαζόμενο και όχι στο ΙΚΑ. Πρόκειται επί της ουσίας για μια μικρή αυξηση, χωρίς να επιβαρύνεται η επιχείρηση και ο εργοδότης, που απέδιδε έτσι κι αλλιώς τα χρήματα αυτά στο ΙΚΑ.
Σημειώνεται όtι ο νόμος αφορά σε όσους παίρνουν εως και 586 ευρώ το μηνα, δηλαδή τον βασικό μισθό.
Για την ακρίβεια πρόκειται για το άρθρο 14 (Εισοδηματική ενίσχυση εργαζομένων που αμείβονται με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε):
Βάσει αυτού προβλέπεται: Οι απασχολούμενοι μισθωτοί, με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, σε οποιονδήποτε εργοδότη με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, που ασφαλίζονται στο I.Κ.Α. για τον κλάδο σύνταξης από παροχή εξαρτημένης εργασίας και αμείβονται με τον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο μισθό ή ημερομίσθιο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Ε,Γ.Σ.Σ.Ε.) δικαιούνται από 1.1.2000 κατά μήνα εισοδηματική ενίσχυση.
Δικαιούχοι της ενίσχυσης αυτής είναι και όσοι από τους πιο πάνω μισθωτούς λαμβάνουν τις προβλεπόμενες από Π Ε.Γ.Σ Σ,Ε. προσαυξήσεις οικογενειακών επιδομάτων και χρόνου υπηρεσίας (τριετίες).
Ως πλήρης απασχόληση νοείται, η πλήρης μηνιαία απασχόληση, εφόσον πρόκειται για υπάλληλο, ή το πλήρες ημερομίσθιο, ανεξαρτήτως αριθμού ημερομισθίων ανά μήνα, εφόσον πρόκειται για εργατοτεχνίτη,
Από τη ρύθμιση αυτή εξαιρούνται οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι από ίδιο δικαίωμα οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης που απασχολούνται και ασφαλίζονται στο I.Κ Α.
Το ποσό της εισοδηματικής ενίσχυσης είναι ίσο με το ποσό που προκύπτει από το γινόμενο του ποσοστού της εκάστοτε προβλεπόμενης από τη νομοθεσία του I.Κ.Α. εισφοράς κλάδου κύριας σύνταξης του ασφαλισμένου, επί το τμήμα της αμοιβής που αντιστοιχεί στις εκάστοτε αποδοχές της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. άγαμου εργαζόμενου υπαλλήλου ή εργατοτεχνίτη, χωρίς προϋπηρεσία και οικογενειακά επιδόματα.
2. Από την πρώτη του επομένου μετά την ισχύ του παρόντος μηνός και εφεξής, οι εργοδότες, κατά την καταβολή των αποδοχών στους εργαζόμενους,δεν παρακρατούν υπέρ του I.Κ.Α. την εισφορά κλάδου κύριας σύνταξης.
3. Κατά την καταβολή εισφορών στις Τράπεζες ή στα υποκαταστήματα του I.Κ.Α. ο εργοδότης καταβάλλει ποσό μειωμένα κατά τις μη παρακρατούμενες κατά την προηγούμενη παράγραφο εισφορές. Σε περίπτωση αγοράς ενσήμων παραλαμβάνει το σύνολο αυτών, χωρίς και μία μείωση. Το μη καταβληθέν ποσό, που αντιστοιχεί στην εργατική εισφορά πιστώνεται από τα υποκαταστήματα του Ι.Κ.Α., καθώς και τις Τράπεζες σε Ειδικό Λογαριασμό του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, από τον οποίο και εισπράττεται. Από τον ίδιο λογαριασμό καταβάλλεται στις Τράπεζες και δαπάνη για την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών, το ύψος της οποίας καθορίζεται μια απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ενώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης της καταβολής στις Τράπεζες των αντίστοιχων χρημάτων, πέραν της μίας ημέρας, καταβάλλεται από τον εν λόγω λογαριασμό και ο νόμιμος τόκος.
4. Τα από 1.1.2000 μέχρι της εφαρμογής του μέτρου αναλογούντα ποσό εισοδηματικής ενίσχυσης θα αποδοθούν στους δικαιούχους εργαζόμενους μέσω των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2001, βάσει σχετικών βεβαιώσεων των εργοδοτών.
5. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζεται κάθε λεπτομέρεια για την υλοποίηση των ρυθμίσεων του άρθρου αυτού.
Ειδικά για το ποσό επιδότησης ισχύει:
Το ποσό επιδότησης της εργοδοτικής εισφοράς (σ.σ. εφεξής Ε.Ε.Ε.) είναι ίσο με το ποσό που προκύπτει από το γινόμενο του ποσοστού της εκάστοτε προβλεπόμενης από την νομοθεσία του ΙΚΑ εισφοράς κλάδου σύνταξης του ασφαλισμένου (σήμερα 6,67%) επί των εκάστοτε κατώτατων αποδοχών άγαμου εργαζόμενου υπαλλήλου ή εργατοτεχνίτη, χωρίς προϋπηρεσία και οικογενειακά επιδόματα. Δηλαδή, το ποσό της Ε.Ε.Ε. υπολογίζεται στις βασικές κατώτατες αποδοχές, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη κανένα επίδομα που τις προσαυξάνει (προϋπηρεσία και οικογενειακά επιδόματα). Η ανωτέρω εργατική εισφορά δεν παρακρατείται από τον εργοδότη και αποδίδεται απευθείας στους εργαζόμενους, εφόσον έχουν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται (σ.σ. βλέπε κατωτέρω).
Ο συντελεστής 6,67% με βάση τον οποίο υπολογίζεται η Ε.Ε.Ε. παραμένει σταθερός ανεξάρτητα του κλάδου ασφάλισης (ΙΚΑ-ΜΙΚΤΑ, ΙΚΑ ΜΙΚΤΑ-ΤΕΑΜ, ΙΚΑ ΒΑΡΕΑ, ΙΚΑ ΒΑΡΕΑ -ΤΕΑΜ, κλπ.) των εργαζομένων.
επιδοτεί την ασφαλιστική εισφορά του εργαζόμενου (έως 39,09 ευρώ το μήνα).
Με απλά λόγια, εφόσον ενεργοποιηθεί ο νόμος, δηλαδή, δηλωθεί από τον εργοδότη στο ΙΚΑ ότι ο υπάλληλος δικαιούται την ειδική Επιδότηση Εργατικής Εισφοράς, τότε τα 39,09 ευρώ θα αποδίδονται πλέον στον εργαζόμενο και όχι στο ΙΚΑ. Πρόκειται επί της ουσίας για μια μικρή αυξηση, χωρίς να επιβαρύνεται η επιχείρηση και ο εργοδότης, που απέδιδε έτσι κι αλλιώς τα χρήματα αυτά στο ΙΚΑ.
Σημειώνεται όtι ο νόμος αφορά σε όσους παίρνουν εως και 586 ευρώ το μηνα, δηλαδή τον βασικό μισθό.
Για την ακρίβεια πρόκειται για το άρθρο 14 (Εισοδηματική ενίσχυση εργαζομένων που αμείβονται με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε):
Βάσει αυτού προβλέπεται: Οι απασχολούμενοι μισθωτοί, με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, σε οποιονδήποτε εργοδότη με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, που ασφαλίζονται στο I.Κ.Α. για τον κλάδο σύνταξης από παροχή εξαρτημένης εργασίας και αμείβονται με τον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο μισθό ή ημερομίσθιο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Ε,Γ.Σ.Σ.Ε.) δικαιούνται από 1.1.2000 κατά μήνα εισοδηματική ενίσχυση.
Δικαιούχοι της ενίσχυσης αυτής είναι και όσοι από τους πιο πάνω μισθωτούς λαμβάνουν τις προβλεπόμενες από Π Ε.Γ.Σ Σ,Ε. προσαυξήσεις οικογενειακών επιδομάτων και χρόνου υπηρεσίας (τριετίες).
Ως πλήρης απασχόληση νοείται, η πλήρης μηνιαία απασχόληση, εφόσον πρόκειται για υπάλληλο, ή το πλήρες ημερομίσθιο, ανεξαρτήτως αριθμού ημερομισθίων ανά μήνα, εφόσον πρόκειται για εργατοτεχνίτη,
Από τη ρύθμιση αυτή εξαιρούνται οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι από ίδιο δικαίωμα οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης που απασχολούνται και ασφαλίζονται στο I.Κ Α.
Το ποσό της εισοδηματικής ενίσχυσης είναι ίσο με το ποσό που προκύπτει από το γινόμενο του ποσοστού της εκάστοτε προβλεπόμενης από τη νομοθεσία του I.Κ.Α. εισφοράς κλάδου κύριας σύνταξης του ασφαλισμένου, επί το τμήμα της αμοιβής που αντιστοιχεί στις εκάστοτε αποδοχές της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. άγαμου εργαζόμενου υπαλλήλου ή εργατοτεχνίτη, χωρίς προϋπηρεσία και οικογενειακά επιδόματα.
2. Από την πρώτη του επομένου μετά την ισχύ του παρόντος μηνός και εφεξής, οι εργοδότες, κατά την καταβολή των αποδοχών στους εργαζόμενους,δεν παρακρατούν υπέρ του I.Κ.Α. την εισφορά κλάδου κύριας σύνταξης.
3. Κατά την καταβολή εισφορών στις Τράπεζες ή στα υποκαταστήματα του I.Κ.Α. ο εργοδότης καταβάλλει ποσό μειωμένα κατά τις μη παρακρατούμενες κατά την προηγούμενη παράγραφο εισφορές. Σε περίπτωση αγοράς ενσήμων παραλαμβάνει το σύνολο αυτών, χωρίς και μία μείωση. Το μη καταβληθέν ποσό, που αντιστοιχεί στην εργατική εισφορά πιστώνεται από τα υποκαταστήματα του Ι.Κ.Α., καθώς και τις Τράπεζες σε Ειδικό Λογαριασμό του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, από τον οποίο και εισπράττεται. Από τον ίδιο λογαριασμό καταβάλλεται στις Τράπεζες και δαπάνη για την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών, το ύψος της οποίας καθορίζεται μια απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ενώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης της καταβολής στις Τράπεζες των αντίστοιχων χρημάτων, πέραν της μίας ημέρας, καταβάλλεται από τον εν λόγω λογαριασμό και ο νόμιμος τόκος.
4. Τα από 1.1.2000 μέχρι της εφαρμογής του μέτρου αναλογούντα ποσό εισοδηματικής ενίσχυσης θα αποδοθούν στους δικαιούχους εργαζόμενους μέσω των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2001, βάσει σχετικών βεβαιώσεων των εργοδοτών.
5. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζεται κάθε λεπτομέρεια για την υλοποίηση των ρυθμίσεων του άρθρου αυτού.
Ειδικά για το ποσό επιδότησης ισχύει:
Το ποσό επιδότησης της εργοδοτικής εισφοράς (σ.σ. εφεξής Ε.Ε.Ε.) είναι ίσο με το ποσό που προκύπτει από το γινόμενο του ποσοστού της εκάστοτε προβλεπόμενης από την νομοθεσία του ΙΚΑ εισφοράς κλάδου σύνταξης του ασφαλισμένου (σήμερα 6,67%) επί των εκάστοτε κατώτατων αποδοχών άγαμου εργαζόμενου υπαλλήλου ή εργατοτεχνίτη, χωρίς προϋπηρεσία και οικογενειακά επιδόματα. Δηλαδή, το ποσό της Ε.Ε.Ε. υπολογίζεται στις βασικές κατώτατες αποδοχές, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη κανένα επίδομα που τις προσαυξάνει (προϋπηρεσία και οικογενειακά επιδόματα). Η ανωτέρω εργατική εισφορά δεν παρακρατείται από τον εργοδότη και αποδίδεται απευθείας στους εργαζόμενους, εφόσον έχουν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται (σ.σ. βλέπε κατωτέρω).
Ο συντελεστής 6,67% με βάση τον οποίο υπολογίζεται η Ε.Ε.Ε. παραμένει σταθερός ανεξάρτητα του κλάδου ασφάλισης (ΙΚΑ-ΜΙΚΤΑ, ΙΚΑ ΜΙΚΤΑ-ΤΕΑΜ, ΙΚΑ ΒΑΡΕΑ, ΙΚΑ ΒΑΡΕΑ -ΤΕΑΜ, κλπ.) των εργαζομένων.