Ένα νέο «εργαλείο» για διαγραφές οφειλών σε δανειολήπτες με «κόκκινα» στεγαστικά δάνεια ετοιμάζονται να θέσουν σε λειτουργία οι τράπεζες. Πρόκειται για τη μερική «άφεση χρέους» σε περιπτώσεις που το ύψος των δανείων
είναι πολύ μεγαλύτερο από την ...
εμπορική αξία του ακινήτου. Δηλαδή αν κάποιος έχει υπόλοιπο στεγαστικού δανείου 150.000 ευρώ και η αξία του ακινήτου έχει πέσει στις 100.000 ευρώ, τότε η τράπεζα θα μπορεί να προχωρά σε μερική άφεση χρέους, να διαγράφει για παράδειγμα 25.000 ή 30.000 ευρώ οφειλής, ώστε να επέλθει σύγκλιση μεταξύ του ύψους δανείου και της τρέχουσας εμπορικής αξίας ακινήτου, προκειμένου και ο δανειολήπτης να έχει κίνητρο να συνεχίσει να εξυπηρετεί το δάνειό του.
Οπως σημειώνουν τα τραπεζικά στελέχη, η μερική άφεση χρέους είναι μία από τις ρυθμίσεις που προβλέπονται στον Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδας, ωστόσο η λύση δεν πρόκειται να εφαρμοστεί οριζόντια, αλλά θα εξετάζεται και θα υιοθετείται ανάλογα με την περίπτωση του κάθε δανειολήπτη.
Συγκεκριμένα, θα εξετάζεται η εμπορική αξία του ακινήτου σε σχέση με το ύψος του δανείου, το χρονικό διάστημα που το δάνειο βρίσκεται σε καθυστέρηση, ή αν έχει ρυθμιστεί η οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη και η εν γένει συμπεριφορά του, κατά πόσο δηλαδή είναι συνεργάσιμος στην εξεύρεση βιώσιμης σε βάθος χρόνου λύσης σε συνεργασία με την τράπεζα.
Ηδη σε περιπτώσεις που η αξία του ακινήτου έχει μειωθεί, οι τράπεζες προσφέρουν προϊόντα τα οποία «παγώνουν» ένα τμήμα του δανείου για μία 10ετία, και κάθε μήνα ο δανειολήπτης πληρώνει τη δόση που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο τμήμα του δανείου. Το μέγιστο ύψος παγώματος μπορεί να φτάσει στο 60% του ανεξόφλητου δανείου. Αν ο δανειολήπτης είναι συνεπής στη ρύθμισή του, τότε η τράπεζα κάθε χρόνο «διαγράφει» π.χ. το 3% της «παγωμένης» οφειλής.
Τα καταναλωτικά
Μερική άφεση χρέους προβλέπεται και για τα καταναλωτικά που έχουν εξασφαλίσεις , η οποία είναι μικρότερη και συνήθως εφαρμόζεται σε ετήσια βάση. Δηλαδή, συνήθως ο δανειολήπτης πάει σε ρύθμιση με εμπράγματη εγγύηση. Αν είναι συνεπής, η τράπεζα διαγράφει κάθε χρόνο ένα μέρος της οφειλής π.χ. το 5%. Για τα καταναλωτικά δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις και για δανειολήπτες χωρίς περιουσία τα «κουρέματα» είναι μεγαλύτερα καθώς ξεκινούν από το 50% και μπορεί να φτάσουν και στο 70% με 80%. Και όπως λέει στο «Έθνος της Κυριακής» τραπεζίτης «χρωστάει κάποιος 7.000 ευρώ, του λέμε δώσε τα 2.000 και καθάρισες».
Η μερική άφεση χρέους μπαίνει λοιπόν στο τραπέζι υπό προϋποθέσεις, καθώς το ζητούμενο είναι να αποκλειστούν από κάθε ευνοϊκή ρύθμιση οι κακοπληρωτές. Για του τραπεζίτες το μεγάλο στοίχημα είναι να πιάσουν τους στόχους μείωσης των καθυστερούμενων οφειλών και για να το πετύχουν θα πρέπει να επαναφέρουν τουλάχιστον το 50% των «κόκκινων» χαρτοφυλακίων στην πράσινη περιοχή. Για το λόγο αυτό σε πολλές περιπτώσεις υιοθετούν τη λογική του «κουρέματος» για τους δανειολήπτες που θα ρυθμιστούν και θα συνεχίσουν να εξυπηρετούν κανονικά την οφειλή τους, ως μπόνους, σε ετήσια βάση ή στη λήξη της δανειακής σύμβασης.
Πηγή:Έθνος της Κυριακής
Πηγή: http://www.enikos.gr
εμπορική αξία του ακινήτου. Δηλαδή αν κάποιος έχει υπόλοιπο στεγαστικού δανείου 150.000 ευρώ και η αξία του ακινήτου έχει πέσει στις 100.000 ευρώ, τότε η τράπεζα θα μπορεί να προχωρά σε μερική άφεση χρέους, να διαγράφει για παράδειγμα 25.000 ή 30.000 ευρώ οφειλής, ώστε να επέλθει σύγκλιση μεταξύ του ύψους δανείου και της τρέχουσας εμπορικής αξίας ακινήτου, προκειμένου και ο δανειολήπτης να έχει κίνητρο να συνεχίσει να εξυπηρετεί το δάνειό του.
Οπως σημειώνουν τα τραπεζικά στελέχη, η μερική άφεση χρέους είναι μία από τις ρυθμίσεις που προβλέπονται στον Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδας, ωστόσο η λύση δεν πρόκειται να εφαρμοστεί οριζόντια, αλλά θα εξετάζεται και θα υιοθετείται ανάλογα με την περίπτωση του κάθε δανειολήπτη.
Συγκεκριμένα, θα εξετάζεται η εμπορική αξία του ακινήτου σε σχέση με το ύψος του δανείου, το χρονικό διάστημα που το δάνειο βρίσκεται σε καθυστέρηση, ή αν έχει ρυθμιστεί η οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη και η εν γένει συμπεριφορά του, κατά πόσο δηλαδή είναι συνεργάσιμος στην εξεύρεση βιώσιμης σε βάθος χρόνου λύσης σε συνεργασία με την τράπεζα.
Ηδη σε περιπτώσεις που η αξία του ακινήτου έχει μειωθεί, οι τράπεζες προσφέρουν προϊόντα τα οποία «παγώνουν» ένα τμήμα του δανείου για μία 10ετία, και κάθε μήνα ο δανειολήπτης πληρώνει τη δόση που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο τμήμα του δανείου. Το μέγιστο ύψος παγώματος μπορεί να φτάσει στο 60% του ανεξόφλητου δανείου. Αν ο δανειολήπτης είναι συνεπής στη ρύθμισή του, τότε η τράπεζα κάθε χρόνο «διαγράφει» π.χ. το 3% της «παγωμένης» οφειλής.
Τα καταναλωτικά
Μερική άφεση χρέους προβλέπεται και για τα καταναλωτικά που έχουν εξασφαλίσεις , η οποία είναι μικρότερη και συνήθως εφαρμόζεται σε ετήσια βάση. Δηλαδή, συνήθως ο δανειολήπτης πάει σε ρύθμιση με εμπράγματη εγγύηση. Αν είναι συνεπής, η τράπεζα διαγράφει κάθε χρόνο ένα μέρος της οφειλής π.χ. το 5%. Για τα καταναλωτικά δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις και για δανειολήπτες χωρίς περιουσία τα «κουρέματα» είναι μεγαλύτερα καθώς ξεκινούν από το 50% και μπορεί να φτάσουν και στο 70% με 80%. Και όπως λέει στο «Έθνος της Κυριακής» τραπεζίτης «χρωστάει κάποιος 7.000 ευρώ, του λέμε δώσε τα 2.000 και καθάρισες».
Η μερική άφεση χρέους μπαίνει λοιπόν στο τραπέζι υπό προϋποθέσεις, καθώς το ζητούμενο είναι να αποκλειστούν από κάθε ευνοϊκή ρύθμιση οι κακοπληρωτές. Για του τραπεζίτες το μεγάλο στοίχημα είναι να πιάσουν τους στόχους μείωσης των καθυστερούμενων οφειλών και για να το πετύχουν θα πρέπει να επαναφέρουν τουλάχιστον το 50% των «κόκκινων» χαρτοφυλακίων στην πράσινη περιοχή. Για το λόγο αυτό σε πολλές περιπτώσεις υιοθετούν τη λογική του «κουρέματος» για τους δανειολήπτες που θα ρυθμιστούν και θα συνεχίσουν να εξυπηρετούν κανονικά την οφειλή τους, ως μπόνους, σε ετήσια βάση ή στη λήξη της δανειακής σύμβασης.
Πηγή:Έθνος της Κυριακής
Πηγή: http://www.enikos.gr