TVXS Ανάλυση
Ενας ακόμη «έντιμος συμβιβασμός», μια ενδιάμεση συμφωνία και μια τονωτική έξοδος στις αγορές είναι το νέο σενάριο που μπαίνει στο τραπέζι για την υπέρβαση των αδιεξόδων στο μέτωπο του χρέους – ένα σενάριο, που δείχνει να κερδίζει πόντους μετά τα ...
μηνύματα του τελευταίου τριημέρου από την Ουάσιγκτον. Τα εν λόγω μηνύματα και ο «μαραθώνιος» των επαφών Τσακαλώτου στο περιθώριο της ετήσιας συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας ανέδειξαν τρία κομβικά δεδομένα: Την ανοιχτή επιβεβαίωση της διάστασης ΔΝΤ και Γερμανίας, τον – τεχνητό ή μη –διχασμό στους κόλπους του ίδιου του Ταμείου για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα, και την παραδοχή ότι η όποια λύση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική.
Η πολιτική λύση και ο ρόλος Ντράγκι
«Πρέπει να πιέσουμε τους ανθρώπους να κάτσουν κάτω να βρουν μια λύση», ήταν η δήλωση του έλληνα υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσσκαλώτου μετά τη συνάντησή του με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στην Ουάσιγκτον. Και η λύση που, σύμφωνα με τις πληροφορίες, θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από την Αθήνα είναι ένας πιο καθαρός οδικός χάρτης για την απομείωση του χρέους σε τρία στάδια, μια παράλληλη δήλωση – δέσμευση Ντράγκι για ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE) κι ένα κοινό σχέδιο για τους δανειστές προκειμένου η Ελλάδα να ξαναβγεί στις αγορές μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2017.
Δεν πρόκειται για την ιδανική λύση, και βεβαίως δεν πρόκειται για την άμεση και «ολοκληρωμένη συμφωνία» για το χρέος που ζητά η ελληνική πλευρά. Πρόκειται όμως για έναν συμβιβασμό ο οποίος αφ’ ενός θα διασώσει τα προσχήματα μεταξύ Γερμανίας και ΔΝΤ και, αφ΄ετέρου, θα δώσει υπό προϋποθέσεις στην ελληνική κυβέρνηση τη δυνατότητα να διεκδικήσει την ψήφο εμπιστοσύνης των επενδυτών και να διακηρύξει την «αρχή της εποχής της ανάπτυξης».
Στόχος η έξοδος στις αγορές
Με βάση αυτό το σενάριο, έως τα τέλη του έτους η ευρωζώνη θα πρέπει να περιγράψει με απολύτως σαφή τρόπο τα βήματα, και κυρίως το χρονοδιάγραμμα, με το οποίο θα γίνει η απομείωση του χρέους σε βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο. Ο οδικός αυτός χάρτης, σύμφωνα τουλάχιστον με τις εκτιμήσεις της ελληνικής πλευράς, δεν θα εγκλωβίζει τον Σόιμπλε και τη Μέρκελ σε «υπαναχωρήσεις» προς την Αθήνα πριν από τις γερμανικές εκλογές, ταυτόχρονα όμως θα μπορεί να αποτελέσει το «διαβατήριο» της Ελλάδας για την επιστροφή στις αγορές.
Την δε επίσημη σφραγίδα σ’ αυτό το διαβατήριο θα κληθεί να βάλει ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι δεσμευόμενος ότι, με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η Ελλάδα θα ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Προχθές στην Ουάσιγκτον ο Μάριο Ντράγκι δήλωσε ότι το QE θα συνεχιστεί «και μετά τον Μάρτιο εάν χρειαστεί», και το εν λόγω χρονικό σημείο κρίνεται κομβικό από το ελληνικό οικονομικό επιτελείο για να επιχειρηθεί και το μεγάλο τεστ της – αναγνωριστικής – επιστροφής στις αγορές. Η εν λογω επιστροφή, υπό την «ασπίδα» του φθηνού χρήματος της ΕΚΤ, θα αποτελέσει κατά τις ίδιες εκτιμήσεις και την κίνηση που «μπορεί να αποδεσμεύσει τις δυνάμεις επανεκκίνησης της οικονονίας, τόσο σε επίπεδο τραπεζικής ρευστότητας όσο και ενεργοποίησης ουσιαστικών επενδυτικών πρωτοβουλιών».
Μένει ή φεύγει το ΔΝΤ;
Άγνωστη παράμετρος σε αυτό το σενάριο παραμένει ακόμη η συμμετοχή ή μη του ΔΝΤ στο τρίτο Μνημόνιο. Η διαρροή της εισήγησης Τόμσεν για πλήρη αποχώρηση από το πρόγραμμα μπορεί να αποτελεί ένα μήνυμα νέας «μνημονιακής τάξης», μπορεί όμως να είναι απλώς κι ένα ακόμη διαπραγματευτικό χαρτί από την πλευρά του Ταμείου στο μπρα ντε φερ με τη Γερμανία.
Οι εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης κλίνουν περισσότερο προς τη δεύτερη εκδοχή, παρ’ ότι δημοσίως ΔΝΤ και Βερολίνο επιμένουν να ανταλλάσσουν τελεσίγραφα ακαμψίας.
«Ο Σόιμπλε πιστεύει ότι το πρόγραμμα θα δουλέψει, το ΔΝΤ θα μετέχει και δεν θα υπάρξει μεγάλη ελάφρυνση χρέους. Κάτι θα πρέπει να δώσει εδώ, και νομίζω ότι βαθιά μέσα στην καρδιά του το καταλαβαίνει αυτό», είπε χαρακτηριστικά ο Ευκλειδης Τσακαλώτος στο Bloomberg περιγράφοντας την αντίφαση της στάσης του Βερολίνου. Το τι και πόσα «θα δώσει», θα είναι κι εκείνο που θα καθορίσει την τελική στάση του Ταμείου, με καθοριστικό παράγοντα πάντοτε και την πίεση της αμερικανικής κυβέρνησης…
Πηγή: http://tvxs.gr
Ενας ακόμη «έντιμος συμβιβασμός», μια ενδιάμεση συμφωνία και μια τονωτική έξοδος στις αγορές είναι το νέο σενάριο που μπαίνει στο τραπέζι για την υπέρβαση των αδιεξόδων στο μέτωπο του χρέους – ένα σενάριο, που δείχνει να κερδίζει πόντους μετά τα ...
μηνύματα του τελευταίου τριημέρου από την Ουάσιγκτον. Τα εν λόγω μηνύματα και ο «μαραθώνιος» των επαφών Τσακαλώτου στο περιθώριο της ετήσιας συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας ανέδειξαν τρία κομβικά δεδομένα: Την ανοιχτή επιβεβαίωση της διάστασης ΔΝΤ και Γερμανίας, τον – τεχνητό ή μη –διχασμό στους κόλπους του ίδιου του Ταμείου για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα, και την παραδοχή ότι η όποια λύση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική.
Η πολιτική λύση και ο ρόλος Ντράγκι
«Πρέπει να πιέσουμε τους ανθρώπους να κάτσουν κάτω να βρουν μια λύση», ήταν η δήλωση του έλληνα υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσσκαλώτου μετά τη συνάντησή του με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στην Ουάσιγκτον. Και η λύση που, σύμφωνα με τις πληροφορίες, θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από την Αθήνα είναι ένας πιο καθαρός οδικός χάρτης για την απομείωση του χρέους σε τρία στάδια, μια παράλληλη δήλωση – δέσμευση Ντράγκι για ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE) κι ένα κοινό σχέδιο για τους δανειστές προκειμένου η Ελλάδα να ξαναβγεί στις αγορές μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2017.
Δεν πρόκειται για την ιδανική λύση, και βεβαίως δεν πρόκειται για την άμεση και «ολοκληρωμένη συμφωνία» για το χρέος που ζητά η ελληνική πλευρά. Πρόκειται όμως για έναν συμβιβασμό ο οποίος αφ’ ενός θα διασώσει τα προσχήματα μεταξύ Γερμανίας και ΔΝΤ και, αφ΄ετέρου, θα δώσει υπό προϋποθέσεις στην ελληνική κυβέρνηση τη δυνατότητα να διεκδικήσει την ψήφο εμπιστοσύνης των επενδυτών και να διακηρύξει την «αρχή της εποχής της ανάπτυξης».
Στόχος η έξοδος στις αγορές
Με βάση αυτό το σενάριο, έως τα τέλη του έτους η ευρωζώνη θα πρέπει να περιγράψει με απολύτως σαφή τρόπο τα βήματα, και κυρίως το χρονοδιάγραμμα, με το οποίο θα γίνει η απομείωση του χρέους σε βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο. Ο οδικός αυτός χάρτης, σύμφωνα τουλάχιστον με τις εκτιμήσεις της ελληνικής πλευράς, δεν θα εγκλωβίζει τον Σόιμπλε και τη Μέρκελ σε «υπαναχωρήσεις» προς την Αθήνα πριν από τις γερμανικές εκλογές, ταυτόχρονα όμως θα μπορεί να αποτελέσει το «διαβατήριο» της Ελλάδας για την επιστροφή στις αγορές.
Την δε επίσημη σφραγίδα σ’ αυτό το διαβατήριο θα κληθεί να βάλει ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι δεσμευόμενος ότι, με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η Ελλάδα θα ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Προχθές στην Ουάσιγκτον ο Μάριο Ντράγκι δήλωσε ότι το QE θα συνεχιστεί «και μετά τον Μάρτιο εάν χρειαστεί», και το εν λόγω χρονικό σημείο κρίνεται κομβικό από το ελληνικό οικονομικό επιτελείο για να επιχειρηθεί και το μεγάλο τεστ της – αναγνωριστικής – επιστροφής στις αγορές. Η εν λογω επιστροφή, υπό την «ασπίδα» του φθηνού χρήματος της ΕΚΤ, θα αποτελέσει κατά τις ίδιες εκτιμήσεις και την κίνηση που «μπορεί να αποδεσμεύσει τις δυνάμεις επανεκκίνησης της οικονονίας, τόσο σε επίπεδο τραπεζικής ρευστότητας όσο και ενεργοποίησης ουσιαστικών επενδυτικών πρωτοβουλιών».
Μένει ή φεύγει το ΔΝΤ;
Άγνωστη παράμετρος σε αυτό το σενάριο παραμένει ακόμη η συμμετοχή ή μη του ΔΝΤ στο τρίτο Μνημόνιο. Η διαρροή της εισήγησης Τόμσεν για πλήρη αποχώρηση από το πρόγραμμα μπορεί να αποτελεί ένα μήνυμα νέας «μνημονιακής τάξης», μπορεί όμως να είναι απλώς κι ένα ακόμη διαπραγματευτικό χαρτί από την πλευρά του Ταμείου στο μπρα ντε φερ με τη Γερμανία.
Οι εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης κλίνουν περισσότερο προς τη δεύτερη εκδοχή, παρ’ ότι δημοσίως ΔΝΤ και Βερολίνο επιμένουν να ανταλλάσσουν τελεσίγραφα ακαμψίας.
«Ο Σόιμπλε πιστεύει ότι το πρόγραμμα θα δουλέψει, το ΔΝΤ θα μετέχει και δεν θα υπάρξει μεγάλη ελάφρυνση χρέους. Κάτι θα πρέπει να δώσει εδώ, και νομίζω ότι βαθιά μέσα στην καρδιά του το καταλαβαίνει αυτό», είπε χαρακτηριστικά ο Ευκλειδης Τσακαλώτος στο Bloomberg περιγράφοντας την αντίφαση της στάσης του Βερολίνου. Το τι και πόσα «θα δώσει», θα είναι κι εκείνο που θα καθορίσει την τελική στάση του Ταμείου, με καθοριστικό παράγοντα πάντοτε και την πίεση της αμερικανικής κυβέρνησης…
Πηγή: http://tvxs.gr